Στα αστεράκια του Flix δεν έχουμε «κακό», ξεκινούν από μισό και πάνω, μια και κάθε ταινία έχει τον κόπο και την προσπάθειά της. Είναι λίγες οι ταινίες για τις οποίες θ' άξιζε να αναθεωρήσουμε και το «Bachelor 3» είναι μία από αυτές.

Συνεχίζοντας τις περιπέτειες των τεσσάρων μπερμπάντηδων κι άτυχων φίλων, η τρίτη και τελευταία (υπόσχεση;) ταινία της σειράς, η οποία σε κάθε της επεισόδιο (και το πρώτο το 2016 και το δεύτερο το 2017) σάρωσε τα ταμεία, άρα πιθανότατα το ίδιο θα κάνει και τώρα, συναντά τους άντρες λίγο πριν τον επικείμενο γάμο του Τζίμη - Νίκου Βουρλιώτη με την Αντέρα, την κοπέλα του, που είναι Αφρικανή κι άρα φιλοξενεί όλο της το σόι από τη Μαύρη Ηπειρο. Οι κολλητοί του, Κωστής, Αντώνης και Ρένος (Τσιμιτσέλης, Βισκαδουράκης, Μελέτης), θα τον συναντήσουν για το bachelor και τον γάμο και τίποτα δεν θα πάει στραβά: ώσπου ο Ρένος θα πέσει θύμα απαγωγής κι οι άλλοι τρεις θα φτάσουν ως τη Λάρισα για να τον διασώσουν.

Το οποίο σχέδιο αυτό της πλοκής δεν έχει καμία σημασία, όχι για εμάς, αλλά ούτε και για τους δημιουργούς του φιλμ, μια και το «Bachelor 3» είναι τόσο απροκάλυπτα μια πρόφαση για να ενωθούν μεταξύ τους όσα product placements χωρούν τα 100 λεπτά του και να βγουν λεφτάκια. Ο Βίκος, τα Μικέλ, η Μπεμβέ και η Μερσεντές, η Σέρκοβα, η Πίτσα Φαν κι άλλα πολλά προϊόντα πρωταγωνιστούν περισσότερο από τους ήρωες και σίγουρα παίζουν καλύτερα από τους ηθοποιούς.

Οι συντελεστές δεν κάνουν καν τον κόπο να διατηρήσουν ένα στοιχειώδες επίπεδο παραγωγής: η φωτογραφία καίγεται στα εξωτερικά και πνίγεται στα εσωτερικά, το μέικ-απ είναι τόσο κακό που ο Βουρλιώτης κι ο Τσιμιτσέλης μοιάζουν πιο μαύροι από την οικογένεια της Αντέρα, ενώ ο ήχος μας κρατά σε αγωνία: θ' ακουστεί αυτή τη φορά ο διάλογος, ή θα πνιγεί στην Τάμτα; Κι όταν οι άντρες μπαίνουν στο κλαμπ, γιατί η μουσική χαμηλώνει τόσο ώστε ν' ακούγονται... μόνο αυτοί;

Εκεί όπου η ταινία, το σενάριο της οποία υπογράφει χωρίς ντροπή η Ισιδώρα Χατζηβασιλείου, καταφέρνει να τσεκάρει όλα τα κουτάκια, είναι στο εύρος του ρατσισμού της: όλα τα σφάζει, όλα τα μαχαιρώνει, τίποτα δεν αφήνει ανέγγιχτο από το χοντροκομμένο, αστοιχείωτο συντηρητισμό της, που θα έκανε τον Αδωνι Γεωργιάδη να νιώσει εταιροντροπή. Στην επικίνδυνη σαχλαμάρα της πέφτουν θύματα οι ομοφυλόφιλοι (ο Θανάσης Βισκαδουράκης πρέπει να πάλεψε πολύ για τις σκηνές του), οι Αφρικανοί, που η ταινία παρουσιάζει ως πολεμόχαρη φυλή ουγκ, παρότι πάμπλουτη μαθαίνουμε («οι Αφρικανοί είναι πολύ πλούσιοι πια, λένε στα παιδιά τους να φάνε το φαγητό τους γιατί στην Ελλάδα υπάρχουν παιδάκια που πεινάνε»), ενώ οι γυναίκες έχουν την τιμητική τους. Η φεμινιστική οργάνωση λέγεται, τι άλλο, ΓΛΥΦΕ, αντίθετα η συμμορία γυναικών-εκδικητών λέγεται, τι άλλο, Μουνοπαγίδα, ενώ η Κατερίνα Γερονικολού ολοκληρώνει τη δράση της ταινίας με το ηθικό δίδαγμα, σε απόδοση σοβαρή, χωρίς χιούμορ, χωρίς ειρωνεία: είναι στη φύση των αντρών να ξενοκοιτάνε, αλλά είναι και στη φύση των γυναικών να συγχωρούν. Οχι;

Ε, όχι, γιατί απλώς δεν έχει λογική να συζητάμε για πολιτισμό, όταν μια τέτοια ταινία όχι απλώς γίνεται και μάλιστα μ' ένα παχυλό budget, το 2018 προς 2019, αλλά πιθανόν θα κάνει και πολλά εισιτήρια και το κοινό θα γελά βλέποντάς την, καθησυχασμένο γιατί τίποτα δεν αλλάζει και για τίποτε δεν χρειάζεται να κάνει προσπάθεια. Μήπως να προσπαθήσουμε, για μία φορά, να φανούμε λίγο πιο έξυπνοι, από το να δώσουμε το εισιτήριό μας στο καινούριο «Bachelor»;