Τρεις φίλοι αποφασίζουν να ταξιδέψουν μέχρι την Κρήτη για να βρουν ένα φίλο από τα παλιά που γύρισε από την Αμερική για να παντρευτεί στα Σφακιά. Ανάμεσα σε βεντέτες, δυνατή τσικουδιά και παρεξηγήσεις που θα οδηγήσουν τα πράγματα στα ακρα, ένα ξέφρενο bachelor party ξεκινάει πολύ πριν την ώρα του.

Υπάρχουν κακές ταινίες. Και υπάρχει και το «Bachelor 2» που ξεπερνώντας ακόμη και τον (τόσο κακό) προκάτοχό του, έρχεται με τον αέρα της εμπορικής επιτυχίας εκείνου, για να αποδώσει τιμές στη φτήνια, η οποία μπορεί να παραγεμίσει κινηματογραφικό χρόνο, πάντα με τη δικαιολογία του (έχει κριθεί από τον κόσμο) λαϊκού σινεμά που συνεχίζει να κάνει επιτυχία. Σήμα και σημαινόμενο μιας συγκεκριμένης θέσης και στάσης που, στο περιθώριο της κρίσης και σε πολλές εκφάνσεις του σύγχρονου ελληνικού... λαϊκισμού, μετονομάζει την προχειρότητα σε χαμηλό προϋπολογισμό και τον χαβαλέ επιπέδου καφενείου σε κωμωδία.

Θα πίστευες ότι θα βρισκόταν κάποιος άνθρωπος σε όλη τη διάρκεια της παραγωγής αυτής της «ξεπέτας» (πραγματικά ξεπερνά τις συμβατικές περιγραφές όπως «ταινία» ή «κάτι που θυμίζει ταινία») που θα αντιστεκόταν ή τουλάχιστον θα ένιωθε ενοχλημένος για τουλάχιστον ένα από τα πολλά επίπεδα στα οποία το «Bachelor 2» καταφέρνει να είναι ταυτόχρονα θανατηφόρα βαρετό και ασύδοτα προσβλητικό – και το ανάποδο.

Σκηνοθετημένο, όχι από κάποιον σκηνοθέτη, αλλά μάλλον από ένα drone (οι εναέριες λήψεις είναι τόσες πολλές που ζαλίζεσαι), με την κάθε σκηνή να δομείται, όχι φυσικά στο τι δράση βρίσκεται στο κέντρο της, αλλά πάνω στο ποιο προϊόν λανσάρεται (στην πιο «στα μούτρα» τοποθέτηση προϊόντων που έχουμε δει σχεδόν στην κινηματογραφική ιστορία), το «Bachelor 2» αποτελείται από σκετσάκια που το ένα ακολουθεί το άλλο πριν ολοκληρώσουν όλα μαζί ένα συνονθύλευμα από ανοησίες που προστίθενται σε άλλες ανοησίες και καταλήγουν σε ακόμη μεγαλύτερες ανοησίες, προφανώς με σκοπό να γίνει η ανοησία κάτι σαν ένα blob που θα καλύψει όλον τον κόσμο και έτσι θα μπορούν κάποιοι ανενόχλητοι να διαιωνίζουν τα χειρότερα κλισέ μιας ολόκληρης υποκουλτούρας που θέριεψε και προφανώς συνεχίζει να θεριεύει μέσα από την αθάνατη ελληνική κουρελαρία των επιφανών χρόνων που ζει αυτή η χώρα – ακόμη και όταν πιστεύει ότι περνάει «κρίση».

Σε αυτήν την υποκουλτούρα, μια γυναίκα μπορεί να υπογράφει ένα τόσο φτηνό, σεξιστικό σενάριο με τις γυναίκες ηρωίδες να ενδιαφέρονται μόνο για το γάμο, χωρισμένες είτε στο να υπηρετούν την κάψα των αγοριών είτε το πρότυπο της υπάκουης μέλλουσας νύφης, νοικοκυράς και μητέρας. Και σε αυτήν την υποκουλτούρα, όλοι (συμπεριλαμβανομένων παραγωγών, σεναριογράφων, ηθοποιών, αιθουσαρχών, χορηγών και φυσικά θεατών) μπορούν να ξεσπάσουν σε γέλια με την ξελιγωμένη υστερική «αδερφή» της παρέας, γιατί, ναι, εν έτει 2017, αυτή η χώρα προχώρησε τόσο ώστε να αναπαράγει όλα όσα τρομάξαμε να διαγράψουμε από τη μνήμη μας από πολλαπλά έτη τηλεοπτικής trashiλας που κάποιοι λάτρεψαν ως αποδεκτό από τη μάζα mainstream.

Αχόρταγο μπροστά στις υπέροχες περιγραφές που του αρμόζουν, το «Bachelor 2» είναι όμως – πιστέψτέ το - ακόμη χειρότερο από αυτό, αφού συνολικά – και ενώ στο φινάλε του πιστεύεις ότι έχεις πεθάνει από την τόση φτήνια - λειτουργεί ως η απόλυτη δικαίωση της μετριότητας, της λαμογιάς και του φραπέ (βλ. και της τσικουδιάς) και μαζί ενός (ο Θεός να το κάνει) σινεμά που μπορεί να φτιάχνεται ανέξοδα (τόσο σε ποιότητα όσο και σε νοημοσύνη) και δυστυχώς να αφορά (και να αρέσει) σε ανθρώπους που ζουν ανάμεσά μας.