H κινηματογραφική συνάντηση του Μάρκο Φερέρι με τον Τσαρλς Μπουκόφσκι έμοιαζε με το ιδανικό date κι ήταν κάπως νομοτελειακό ένας από τους πιο αναρχικούς και προκλητικούς σκηνοθέτες του ευρωπαϊκού σινεμά των 70’s (αρκεί να θυμηθούμε το διαβόητο «Μεγάλο Φαγοπότι») να μεταφέρει το 1981 στη μεγάλη οθόνη την πρώτη συλλογή αυτοβιογραφικών διηγημάτων του θρυλικού ποιητή της παρακμής από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού με τον εύγλωττο τίτλο «Erections, Ejaculations, Exhibitions, and General Tales of Ordinary Madness».

Ο Ιταλός δημιουργός ήταν μάλιστα ο πρώτος που τόλμησε να αξιοποιήσει κινηματογραφικά το βιωματικό underground σύμπαν που επί δεκαετίες είχε στήσει ο γεννημένος το 1920 Αμερικανός λογοτέχνης με τα γραπτά του (ποιήματα, διηγήματα, μυθσιστορήματα και άρθρα στην εβδομαδιαία στήλη «Νotes of a Dirty Οld Μan» από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 στην εφημερίδα Οpen City), ένα σύμπαν σκληρό και ευαίσθητο ταυτόχρονα, γεμάτο από παρίες του Αμερικανικού Ονείρου, οι οποίοι περιφέρονται στις μεγαλουπόλεις (κυρίως στο Λος Αντζελες, όπου ο Μπουκόφσκι πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του) προσπαθώντας να πνίξουν τη διάψευση και τη ματαίωση των ονείρων τους μέσα στο σεξ, το αλκοόλ και τις καταχρήσεις.

Στις «Ερωτικές Ιστορίες Καθημερινής Τρέλας» κεντρικός ήρωας είναι ο (τι άλλο) συγγραφέας Τσαρλς Σέρκιν. Ως αρχετυπική μπουκοφσκική φιγούρα και alter ego του συγγραφέα, ο μεσήλικας Σέρκιν, άνεργος και αλκοολικός, κυκλοφορεί ανερμάτιστος στους δρόμους ενός απρόσωπου Λος Άντζελες, ψάχνοντας να αντλήσει υπαρξιακό ενδιαφέρον και έμπνευση μέσα από τυχαίες σεξουαλικές συνευρέσεις και συναντήσεις. Το ενδιαφέρον του θα τραβήξει κυρίως η αυτοκαταστροφική πόρνη Κας, κατά τον Σέρκιν «η ωραιότερη γυναίκα της πόλης» (αυτός είναι και ο τίτλος του διηγήματος το οποίο αποτέλεσε τη βασική πηγή έμπνευσης του Φερέρι), η οποία αρέσκεται στο να αυτοτραυματίζεται μαζοχιστικά σε διάφορα μέρη του σώματός της. Μια σχέση πάθους και εξάρτησης θα γεννηθεί, η οποία θα βουλιάξει και τους δύο χαρακτήρες στην ηδονή της οδύνης μέχρι την τραγική και προδιαγεγραμμένη κατάληξη.

Ο Φερέρι, ιδανική -θεωρητικά- επιλογή για την μεταφορά του λόγου του Μπουκόφσκι στη μεγάλη οθόνη, αδυνατεί να συγκροτήσει σε έναν ομοιογενή αφηγηματικο ιστό την αποσπασματικότητα του πρωτογενούς υλικού του και παραδίδει εν τέλει ένα έργο γοητευτικό μεν μέσα στη σήψη του, αλλά ειδικά εν έτει 2018 ελάχιστα προκλητικό, παρά τις σποραδικές τολμηρές σκηνές του (με κορυφαία εκείνη όπου η Κας τρυπάει ηδυπαθώς τα μάγουλά της με μια τεράστια παραμάνα), το οποίο μοιάζει περισσότερο με μια συλλογή από σεξουαλικές βινιέτες ή με μια έκθεση (ερωτικών και κάθε είδους) ωμοτήτων παρά με την ενδελεχή και ολοκληρωμένη καταγραφή της διαδρομής του συγγραφέα-πρωταγωνιστή μέσα στην limbo της απάθειας και των καταχρήσεων.

Αν και ο Φερέρι συστήνει έναν ολόκληρο (μικρό)κοσμο από χαρακτήρες, οι οποίοι κουβαλούν όλοι μαζί κι ο καθένας χωριστά το δικό τους (συλογικό ή ατομικό) τραύμα, μόνο σποραδικά καταφέρνει να μεταδώσει αυτή την ηδονή της κατρακύλας που χαρακτηρίζει τα γραπτά του Μπουκόφσκι και τη διεστραμμένη (απ)ανθρωπιά των ηρώων του, ενώ ο λόγος του Αμερικανού συγγραφέα, παρά τα ψήγματα λυρισμού και ομορφιάς με τα οποία διαποτίζει την ταινία, περιορίζεται τελικά από το συνεχές και καπως μονότονο voice over. Το Λος Αντζελες των έκπτωτων αγγέλων είναι καδραρισμένο αρκούντως θλιβερά κι επιτυχώς αποπνικτικά από τον διευθυντή φωτογραφίας (του Παζολίνι, του Φελίνι και του Λεόνε μεταξύ άλλων) Τονίνο Ντέλι Κόλι, παραμένει όμως ένα ολότελα διαφορετικό πολιτισμικό πεδίο για τον Ιταλό σκηνοθέτη, ο οποίος αδυνατεί να διεισδύσει στην ψυχή των ηρώων του ή έστω να καταδείξει αποκαλυπτικά την απουσία της.

Ο σπουδαίος Μπεν Γκαζάρα στον πρωταγωνιστικό ρόλο ήταν μια επιτυχης επιλογή, καθώς καταφέρνει (ή μάλλον καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες) να πλάσει έναν άμεσο και πολυδιάστατο χαρακτήρα, στα πρότυπα και στα χνάρια των κασσαβετικών ερμηνευτικών καταβολών του, σε αντίθεση με την Ορνέλα Μούτι, η οποία περιορίζεται στην αναφίβολα καταιγιστική ομορφιά της και δεν διαθέτει την ερμηνευτική εμβέλεια που θα της επέτρεπε να συντονιστεί με τις πιο μύχιες και σκοτεινές εσωτερικές διακυμάνσεις του χαρακτήρα της Κας.

Κατά τις φήμες ο Μπουκόφσκι απογοητεύτηκε σφόδρα με το τελικό αποτέλεσμα, οι «Ερωτικές Ιστορίες Καθημερινής Τρέλας», όμως, παρά τις εμφανείς ατέλειές τους, τις οποίες ο χρόνος απογυμνώνει ακόμα περισσότερο, είναι ένα έργο αντιφατικά ενδιαφέρον και βλέπεται σήμερα ως μια φιλόδοξη, αν και εν μέρει αποτυχημένη, απόπειρα να οπτικοποιηθεί αυτός ο τόσο ιδιαίτερος κόσμος «των τρελών και των καταραμένων» του Αμερικανού συγγραφέα.

«Το να κάνεις ένα επικίνδυνο πράγμα με στυλ είναι αυτό που αποκαλώ εγώ τέχνη», λέει στην αρχή κιόλας της ταινίας ο Τσαρλς Σέρκιν και κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τον Μάρκο Φερέρι ότι δεν προσπάθησε.