Σε μια μικρή πόλη του Οχάιο, το 1979, μια ομάδα παιδιών, όλα αγόρια κι ένα κορίτσι, γυρίζουν σε μια κάμερα Super 8 μια μικρή ταινία τρόμου με ζόμπι. Κατά τη διάρκεια του γυρίσματος γίνονται μάρτυρες (και καταγράφουν τυχαία στο φιλμ) ενός καταστροφικού ατυχήματος: ένα τραίνο εκτροχιάζεται, εκρήγνυται κι απελευθερώνει μια μυστηριώδη και καταστροφική ύπαρξη.

Δεν είναι το όνομα του Στίβεν Σπίλμπεργκ στο ρόλο του παραγωγού που φέρνει τις δικές του ταινίες στο μυαλό – είναι απλώς ότι το «Super 8» είναι, οργανικά και ηθελημένα, μια συνέχεια στον «Ε.Τ.» και τα «Γκούνις», μια πρόθεση του Τζέι Τζέι Εϊμπραμς να ανασκευάσει αυτές τις ταινίες, με τον ίδιο ρομαντισμό και την ίδια τρυφερότητα για το άγνωστο, να κάνει μια δική του ταινία αλά Σπίλμπεργκ.

Το «Super 8» είναι, πάνω απ’όλα, η δημιουργία ενός film buff, ενός ανθρώπου που αγαπάει με πάθος το σινεμά, κάνει μια ταινία με θέμα το σινεμά και, ταυτόχρονα, διδάσκει τις τεχνικές του σινεμά, μέσα από τη δράση των ηρώων του. Χρησιμοποιώντας, με άψογο timing, όλα τα κινηματογραφικά κλισέ, ο Εϊμπραμς παραδίδει ένα απολαυστικό μάθημα στο πώς δομείται και κατασκευάζεται μια ταινία.

Το γεγονός ότι η ταινία τοποθετείται στο 1979, όπως επίμονα καταδεικνύει ακόμα και με τη χρήση των τραγουδιών, δεν είναι καθόλου τυχαίο – είναι η εποχή που η Αμερική έχει αρχίσει να επουλώνει την πληγή του Βιετνάμ και περνά στην περίοδο όπου ό,τι κακό μπορεί να συμβεί, θα έρχεται ή από τη Ρωσία, ή από το διάστημα – εν προκειμένω το δεύτερο. Η επαρχιακή Αμερική, επιπλέον, όπως αυτή της κωμόπολης Λίλιαν του Οχάιο, έχει άγνοια κινδύνου, όπως έχει η αγοροπαρέα των ηρώων: διερευνούμε τα πάντα με τόλμη και με την πεποίθηση ότι θα βρούμε τη λύση, ότι θα τα καταφέρουμε. Ακόμα κι αν αυτό συνήθως σημαίνει ότι θα γυρίσουμε σπίτι με το κεφάλι κάτω και με ματωμένα γόνατα.

Η σχέση του μικρού Τζο Λαμπ – ο πρωτοεμφανιζόμενος Τζόελ Κόρτνεϊ είναι το τέλειο, γλυκό, πανέμορφο και παμπόνηρο αγοράκι – με τον πατέρα του, διαπερνά όλη την ταινία: ο δυναμικός, τίμιος αστυνομικός προτιμά να κάνει τα πάντα, να θέσει τη ζωή του σε κίνδυνο, για να προστατέψει τους κατοίκους στην πόλη του, προκειμένου να βρει δικαιολογία για να μην προστατέψει το γιο του, τώρα που η γυναίκα του έχει πεθάνει και τον έχει αφήσει μόνο μπροστά στο συναισθηματικό άγνωστο. Φοβόμαστε αυτό που δε γνωρίζουμε, είτε πρόκειται για την ευθύνη ενός παιδιού, είτε για έναν επισκέπτη από πολύ, πολύ μακριά. Και νοιώθουμε ασφάλεια με όποιον κάνει την προσπάθεια να μας γνωρίσει, να μας υποστηρίξει, όπως ο Τζο αισθάνεται με την Αλις (την αξιολάτρευτη Ελ Φάνινγκ, ως άλλη Ντρου Μπάριμορ του «Ε.Τ.»), την άλλη εγκαταλελειμένη σκανταλιάρα που αναζητά μόνο να πάρει και να δώσει αγάπη.

Κυριότερη ιδέα στην καρδιά της ταινίας, είναι ότι υπάρχουμε μόνο σε σχέση με τους άλλους: ο Τζο σε σχέση με τον πατέρα του, εκείνος σε σχέση με τη γυναίκα του που έχασε, η Αλις σε σχέση με τα μυστικά της, οι άνθρωποι σε σχέση με τους ανθρώπους και, περισσότερο, με το διάστημα που τους υπερβαίνει. Και τα πράγματα πηγαίνουν καλά, μόνο όταν αυτή η αλυσίδα κρατιέται δεμένη.

Πέρα από αυτές τις σκέψεις, το «Super 8» έχει και χιούμορ και αγωνία και δράση και τρομάρα. Εν ολίγοις τα έχει όλα και φροντισμένα με σπασικλίστικη επιμέλεια, ώστε ν’ ανταποκρίνεται όσο γίνεται πιο πιστά στην κινηματογραφική απόλαυση που ήταν ο Σπίμπεργκ της δεκαετίας του ’80: την οικειότητα της κλειστής κοινωνίας, το έξυπνο χιούμορ, το production value – θυμηθείτε αυτή την αναφορά βλέποντας την ταινία – το δέος, την ανθρωπιά, την αθωότητα, τη φιλοξενία του άγνωστου, την τρυφερότητα. Τι του λείπει; Η συναισθηματική ειλικρίνεια. Το «Super 8» αποδίδει τέλεια το είδος των ταινιών στις οποίες αναφέρεται, αλλά δεν έχει κάτι δυνατό στην καρδιά του να πει, κάτι πρωτότυπο, κάτι που να βγαίνει από την ψυχή του Εϊμπραμς. Γι’αυτό και, παρότι το θέλεις πολύ, απολαμβάνεις αλλά δε συγκινείσαι. Θαυμάζεις, αλλά δε ζεις μαζί με τους ήρωες, καταλαβαίνεις αλλά δε συμπάσχεις, μένεις λιγάκι άδειος, γιατί ο Εϊμπραμς, στην απόλυτα επιτυχημένη προσπάθειά του να κάνει μια fun ταινία αναφοράς, ξεχνά να μοιραστεί κάτι αληθινό. Απόδειξη, ότι η μοναδική στιγμή που σε κάνει να κοιτάξεις προς τα μέσα, είναι η μία ατάκα του Τζο, που μοιάζει παράδοξα να κολλά σε όλα: «Bad things happen, but we can still live.»