Ο 27χρονος Τζεφ βρέθηκε στον Μαραθώνιο της Βοστόνης το 2013 απλά και μόνο προσπαθώντας να κερδίσει την καρδιά της πρώην αγαπημένης του. Η φονική έκρηξη που έμεινε στην ιστορία ως μια από τις πιο αιματηρές τρομοκρατικές επιθέσεις των τελευταίων χρόνων στην Αμερική τον βρήκε να περιμένει στην γραμμή του τερματισμού με αποτέλεσμα να χάσει και τα δύο του πόδια. Οταν συνέρχεται στο νοσοκομείο είναι σε θέση να βοηθήσει την αντιτρομοκρατική υπηρεσία αναγνωρίζοντας έναν από τους βομβιστές αλλά η δική του προσωπική μάχη έχει μόλις ξεκινήσει.

Δεν είναι η πρώτη φορά που το Χόλιγουντ ασχολείται με την τρομοκρατική επίθεση στον Μαραθώνιο της Βοστώνης το 2013. Πριν λίγο καιρό είδαμε στις αίθουσες και την «Μέρα των Ηρώων» του Πίτερ Μπεργκ με πρωταγωνιστή τον Μαρκ Γουόλμπεργκ, μια ταινία που έκανε κάθε Αμερικάνο να ξεχειλίζει από πατριωτισμό και εθνική υπερηφάνεια, με τον Μπέργκ να επικεντρώνεται κυρίως στο ανθρωποκυνηγητό και στην εξόντωση των τρομοκρατών κι όχι στις προσωπικές ιστορίες όσων χτυπήθηκαν (κυριολεκτικά και μεταφορικά) από την επίθεση.

Γι’ αυτό έρχεται η ταινία του Ντέβιντ Γκόρντον Γκριν «Stronger», για να αναπληρώσει το κενό που άφησε πίσω του το φιλμ του Μπεργκ. Ο Γκριν δεν ασχολείται και τόσο με την επίθεση του Μαραθωνίου, δεν τον ενδιαφέρει κάτι τέτοιο άλλωστε, και επικεντρώνει το ενδιαφέρον του σε έναν μόνο άνθρωπο, ο οποίος έχασε τα πόδια του από το χτύπημα και σχεδόν αμέσως έγινε το σύμβολο της τρομοκρατικής επίθεσης για ολόκληρη την Βοστώνη. Εδώ η δράση μένει στα παρασκήνια και το ανθρώπινο δράμα αποκτά πρωταγωνιστικό ρόλο.

Στις καλύτερες στιγμές της, η ταινία του πολυπρόσωπου Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν, αυτό που πετυχαίνει είναι να δώσει χώρο στον Τζέικ Τζίλενχαλ για μια ερμηνεία οσκαρικών προδιαγραφών. Σε σωστές αναλογίες και με τη σιγουριά του ηθοποιού που δεν χρειάζεται να αποδείξει πολλά, ο Τζίλενχαλ δίνει σάρκα και οστά στον χαρακτήρα του Τζεφ Μπόμαν, δείχνοντας την δύναμη ενός ανθρώπου να προσπαθεί να ξεπεράσει όχι μόνο το ψυχολογικό βάρος μιας τρομοκρατικής επίθεσης, αλλά και όλα αυτά που νιώθει, είτε είναι θυμός είτε λύπηση και αγανάκτηση, για τον ίδιο του τον εαυτό.

Χωρίς τον Τζίλενχαλ, αλλά ακόμη και με αυτόν, η ταινία του Γκριν μοιάζει λειψή, γεμάτη κλισέ και αρκετά ακαδημαϊκή σε πολλά σημεία της, με το μελόδραμα να ρέει σε αφθονία και την κλασική ιστορία για τον θρίαμβο του ανθρώπινου πνεύματος κάτω από αντίξοες συνθήκες να μοιάζει τόσο κοινότοπη και αδιάφορη ταυτόχρονα. Το σενάριο, γραμμένο από τον Τζον Πολόνο (βασισμένο στην αυτοβιογραφία του ίδιου του Μπόμαν), κοιτάζει με κριτική ματιά το βάρος που άθελα του κουβάλησε στην πλάτη του ο Μπόμαν, πέφτοντας, ωστόσο, στις λακκούβες του κυνισμού, παραπατώντας για την περισσότερη ώρα και, τελικά, πέφτοντας με τα μούτρα σε μια λάσπη πατριωτικής εξιλέωσης.

Μια ιστορία που θα έπρεπε να ξεχειλίζει από το συναίσθημα της ελπίδας της ανθρώπινης ψυχής, καταλήγει για άλλη μια φορά να απευθύνεται και να μιλάει για την εθνική υπερηφάνεια και τον καθαρό, τυφλό, πατριωτισμό, με την τελευταία σκηνή να γκρεμίζει ξεδιάντροπα όλα όσα προσπάθησε να χτίσει με κόπο η ίδια ταινία και κυρίως η ερμηνεία του Τζίλενχαλ για έναν, απ' ότι φαίνεται, πραγματικά «γενναίο» άνθρωπο. Και αυτό μοιάζει να είναι τελικά μια κάποια προδοσία.