Απόπειρα σκιαγράφησης των μελών ενός ελληνικού γυναικείου φωνητικού συγκροτήματος και καταγραφής της κοινής τους επαγγελματικής πορείας μέσα στον χρόνο, το φιλμ του Aγγελου Κοβότσου θυμίζει αρχικά ένα τυπικό ντοκιμαντέρ έρευνας και παρατήρησης σε πρώτο πρόσωπο.

Ο σκηνοθέτης ιχνηλατεί τις STRINGless από τότε που, όπως λέει ο ίδιος σε voiceover, τις συνάντησε τυχαία να τραγουδούν στον δρόμο το 2012, τη χρονιά που σχηματίστηκε το γκρουπ, και ξετυλίγει τις κατά κανόνα συνυφασμένες με την καριέρα τους προσωπικές ζωές της καθεμιάς μέχρι το 2017, μέσα από την παρακολούθηση των επίσημων ή μη εμφανίσεών τους, κάποιες ειδικά στημένες για την ταινία υπαίθριες περφόρμανς, αλλά κυρίως τις ιδιωτικές τους στιγμές και εξομολογήσεις μπροστά στην κάμερα.

Πίσω απ’ αυτήν την τυπικότητα, ωστόσο, γίνεται βαθμιαία φανερός ένας πολύ συγκεκριμένος στοχασμός που έρχεται να την αναιρέσει. Ένας άξονας σκέψης που καθορίζει την ταινία δομικά και μαζί θεματικά, και συνίσταται σε ένα διαρκές παιχνίδι με το κοντράστο.

Ως γνωστόν, η φωνή είναι το πρώτο μουσικό όργανο που εμφανίστηκε στον πλανήτη, πολύ πριν αντικείμενα καθημερινής χρήσης αρχίσουν να τη συνοδεύουν ηχητικά. Που σημαίνει πως ένα σύνολο φωνών μπορεί κάλλιστα να λειτουργήσει μέχρι και ως συμφωνική ορχήστρα. Η σύγχρονη ιστορία της πολυφωνικής μουσικής, που μετεξελίχθηκε σε τέτοια από την ομαδική ψαλτική στους ιταλικούς ναούς, μιλά από μόνη της. Από τις αδελφές Μπόσγουελ ή Άντριους μέχρι τους σημερινούς Pentatonix (ή από το Τρίο Βάμπαρη μέχρι το Τρίφωνο, αν μιλήσουμε για Ελλάδα), τα φωνητικά γκρουπ έχουν αποδείξει πως η συνήχηση των φωνητικών χορδών μπορεί να φτιάξει μουσική μαγική. Αρκεί φυσικά να υπάρχει αρμονία.

«Αρμονία» είναι η λέξη- και η σκέψη-κλειδί για τον Aγγελο Κοβότσο, ο άξονας γύρω από τον οποίο παίζει με τις αντιθέσεις που λέγαμε. Όταν βλέπουμε και ακούμε τις κοπέλες να ερμηνεύουν, η αρμονία πάλλεται και η συνήχηση μας συναρπάζει. Όταν, στο επόμενο πλάνο, μας μιλά κάποια για τα βιοποριστικά της προβλήματα ή τη συχνή ασυνεννοησία στους κόλπους του συγκροτήματος (κακώς «παραγνωρίστηκαν», πιστεύει), χαλάει ξαφνικά η προηγούμενη αρμονία, μέχρι να επιστρέψουμε σε άλλη μια κοινή περφόρμανς.

Τούτη η ηθελημένη παλινδρόμηση, με ένα γνωστικό μοντάζ να την ενισχύει μόνιμα, σφραγίζει και την ουσία του φιλμ. Το οποίο την ίδια στιγμή που υμνεί την ανθρώπινη φωνητική αρμονία που μπορεί και κάνει θαύματα χωρίς καμία συνδρομή μουσικού οργάνου, δεν παραλείπει να τονίζει το αναπόφευκτο της δυσαρμονίας που επιφέρουν σε μια τέτοια ομάδα, εναλλασσόμενων μάλιστα μελών, ο εγωισμός, οι προσωπικές φιλοδοξίες, οι κοινωνικές συνθήκες, η σκληρή καθημερινότητα, αλλά και η αναμέτρηση με τον χρόνο. Άλλωστε, ανθρώπινες «κατασκευές» είναι και τα καλλιτεχνικά σχήματα, με κοντινή (όπως συνεχώς επιβεβαιώνεται από την Ιστορία) ημερομηνία αλλοίωσης.

Υπ’ αυτή την έννοια, της αποτελεσματικής, δηλαδή, χρήσης της αντίστιξης στα νοήματα, το «STRINGless» είναι όχι απλά ένα μουσικό ντοκιμαντέρ, μα και μια ταινία με υψηλή την αίσθηση της μουσικότητας.