Ο Στράτον, ένας μυστικός πράκτορας των Ειδικών Δυνάμεων του Ναυτικού, και ο Αμερικανός ομόλογός του, Μάρτι, κατασκοπεύουν ένα σύμπλεγμα εργαστηρίων στο Ιράν ώστε να αναχαιτίσουν θανατηφόρα βιοχημικά όπλα. Αυτή η εξαιρετικά επικίνδυνη αποστολή, όμως, αποτυγχάνει οικτρά, και στο χάος που επικρατεί, ο Μάρτι τραυματίζεται θανάσιμα. Πίσω στη βάση του, ο Στράτον καλείται από την αρχηγό της μυστικής υπηρεσίας MI6. Αυτή τον πληροφορεί πως ένας Ρώσος πρώην κατάσκοπος – ο Μπαρόφσκι-έχει αυτομολήσει. Θεωρούμενος ως νεκρός τα τελευταία 20 χρόνια, πιστεύεται πως ο Μπαρόφσκι έχει σχέδια να εκδικηθεί τους πρώην εργοδότες του, χρησιμοποιώντας κλεμμένα χημικά όπλα. Πλέον, ο Στράτον και η ομάδα του πρέπει να αξιοποιήσουν όλη την εκπαίδευση και την εμπειρία τους, σε έναν αγώνα με το χρόνο, ώστε να αποτρέψουν την αφάνταστη καταστροφή.

Παρά τον ελεγειακό (πέστο και επικό) τρόπο με τον οποίο ξεκινάει η ταινία του Σάιμον Γουέστ - της φήμης του «Con Air», του «Lara Croft», του «Expendables 2» και δε συμμαζεύεται - είναι λίγα αυτά που δικαιολογούν την έπαρση μιας ταινίας που μοιάζει με τουλάχιστον δεκάδες που έχεις ξαναδεί στο παρελθόν και σίγουρα στο πιο διασκεδαστικό και όχι τόσο σοβαροφανές τους.

Βασισμένο στη σειρά των επιτυχημένων βιβλίων του Ντάγκλας Φάλκονερ (που η ιστορία του τον θελει ορφανό παιδί που υιοθετήθηκε από μια οικογένεια στο Μπάτερσι και που στη συνέχεια θήτευσε στο Βρετανικό Ναυτικό ως ένας από τους πλέον διάσημους πράκτορες των ειδικών δυνάμεων), το «Stratton», που θα ήθελε να διεκδικήσει ένα μικρό χώρο στη σύγχρονη ιστορία του σινεμά για έναν ακόμη πράκτορα της MI6 εκτός από τον 007 - πάσχει από την κατάρα του κλισέ που εδώ δεν αποκτά ποτέ ενδιαφέρον ή αγωνία, ενώ η ένταση αντί να κορυφώνεται αργοσβήνει καθώς η μια σκηνή δράσης διαδέχεται την άλλη χωρίς καμία να μένει στη μνήμη ακόμη και για όσο (λίγο) διαρκεί.

Θόρυβος, στόμφος, υποτυπώδες στόρι, μια βόλτα στις ταραγμένες γωνιές του κόσμου, μια δόση ψυχροπολεμικής μνήμης και μαζί λίγο ρομάντζο, λίγη προδοσία και λίγη γενναιότητα, να αμέσως όλα τα συστατικά μιας ταινίας που κάνει τα πάντα για να μην τη χαρακτηρίζει τίποτα και επιμένει πεισματικά να στέκεται στην πιο αδιάφορη πλευρά του - ευφημισμός - entertainment.

Ο Ντόμινικ Κούπερ - φιλότιμος ηθοποιός, κι όχι μόνο για το τηλεοπτικό «Preacher» ή το ρόλο του «γαμπρού» στο «Mamma Mia!» - ευτυχώς δεν προφασίζεται ότι είναι (ούτε) ο ανθυπο-Τζέιμς Μποντ. Δεν θα μπορούσε κιόλας, αφού ο ρόλος του περιορίζεται στα απολύτα διεκπεραιωτικά, ένα ακόμη μεγάλο κλισέ μέσα σε μια ταινία που δεν την τιμά ούτε η αναλογία με ένα b-movie (από τη φύση του πιο διασκεδαστικό), ούτε η κατηγορία «τηλεταινία» (από τη φύση της πιο γρήγορη και αποτελεσματική), ούτε φυσικά η υποψία ότι μπορεί να είναι η αρχή μιας σειράς ταινιών που θα πρέπει να υποστούμε στο μέλλον.