Πέντε έφηβοι οδηγούνται στο δωμάτιο ανάκρισης της Αστυνομίας και αφηγούνται την ίδια ιστορία, το πώς δηλαδή οδηγήθηκαν στο έγκλημα. Είναι όμως η ίδια ιστορία; Καθώς παρακολουθούμε τις διαφορετικές (και ενίοτε αντικρουόμενες) εκδοχές των γεγονότων, βλέπουμε να ξετυλίγεται μπροστά μας ένα μωσαϊκό εφηβικού έρωτα, παρόρμησης και δίψας για ελευθερία, που οδήγησε τους πέντε ήρωες στην δημιουργία μιας συμμορίας. Με τη συμμορία αυτή, τα παιδιά παίρνουν μια πρώτη γεύση της ενήλικης ζωής, μεθούν από τα όσα έχει να προσφέρει χωρίς να υπολογίζουν την καταστροφή που σπέρνουν γύρω τους και τελικά ξεπερνούν τα όρια, παρασυρμένοι από τη δίνη των εξελίξεων. Ομως, τι έχει συμβεί στην πραγματικότητα;

Βλέποντας το «Ξύπνημα της Ανοιξης» είναι αδύνατον να μην αναλογιστείς πως έχουν περάσει σχεδόν δύο δεκαετίες από το «Από την Ακρη της Πόλης», την εκρηκτική πρώτη ελληνική ταινία του Κωνσταντίνου Γιάνναρη που χαρτογραφούσε τις άγνωστες ακόμη τότε διαδρομές μιας χαμένης γενιάς σε μια Ελλάδα που μόλις ακουμπούσε βίαια τη νέα εποχή, αρνούμενη να αποκοπεί από την ψευδεπίγραφη αίγλη μιας εσωστρεφούς αλαζονίας στην οποία δεν χωρούσαν έννοιες όπως η «ανοχή», η «διαφορετικότητα», το «ξένο».

Είκοσι χρόνια μετά η κρίση που έβραζε τότε - πριν σκάσει στα μούτρα μιας ολόκληρης κοινωνίας με χρονοκαθυστέρηση, είναι το αναγκαστικό φόντο σε κάθε ιστορία (κινηματογραφική η μη) που επιλέγει τον (παρά την λανθασμένη κοινή πεποίθηση) δύσκολο δρόμο, όχι της αλληγορίας αλλά του ρεαλισμού και επιλέγει να καταγράψει κομμάτια μιας κοινωνίας σε απόλυτη σύγχυση σαν μαρτυρίες του παρόντος και τεκμήρια για το μέλλον.

Και ταυτόχρονα, είκοσι χρόνια μετά, μια άλλη νέα γενιά - αυτή χαμένη εκ προιμίου - μεγαλώνει, ονειρεύεται, επαναστατεί και επιβιώνει χωρίς να έχει γνωρίσει τη ζωή χωρίς... κρίση.

Σε αυτή τη γενιά με αυτό το φόντο βάζει το δαχτυλό του ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης στο «Ξύπνημα της Ανοιξης» (ο τίτλος από το ομώνυμο ομώνυμο αιρετικό θεατρικό του Φρανκ Βέντεκιντ), στο κλείσιμο μιας άτυπης τριλογίας που ξεκίνησε με το «Από την Ακρη της Πόλης» και συνέχισε με τον «Ομηρο», σημαδεύοντας με κάθε νέα του ταινία το εδώ και τώρα ενός κόσμου λίγο πριν από την... έκρηξη.

Σε μια Αθήνα που μοιάζει με αυτή των δελτίων ειδήσεων και όμως ταυτόχρονα ένας τόπος στο πουθενά, μια ομάδα εφήβων διαπράττει αρχικά το έγκλημα «σύσταση και συμμορία», πριν απ' όλα για να νιώσει ότι ανήκει κάπου. Διαφορετικοί χαρακτήρες μεταξύ τους, ξεκινώντας από διαφορετικές αφετηρίες και επιθυμώντας διαφορετικά πράγματα, τα αγόρια της παρέας φέρνουν στην αυτοσχέδια συμμορία τους φόβους, τις αδυναμίες, αυτά που νομίζουν ότι είναι τα ονειρά τους, τη σεξουαλικότητά τους. Και αφήνουν μια θέση ελεύθερη για ένα κορίτσι που μοιάζει να επιβεβαιώνει και να ακυρώνει ταυτόχρονα τον ανδρισμό τους, που κυριαρχεί με το δυναμισμό της, που το σώμα της επιθυμει και αυτό δεν θα μπορούσε παρά να είναι η μεγαλύτερη επανάσταση.

Το τέλος της διαδρομής τους είναι γνωστό, αφού ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης μας τους συστήνει ήδη από την αρχή σε δωμάτια ανακρίσεων, καθώς αναγκάζονται να αφηγηθούν πώς έφτασαν εκεί, ο καθένας με τη δική του ιστορία και τη δική του εκδοχή (στη λογική του «Ρασομόν», αν και χωρίς να οδηγεί πουθενά), όλοι υπεύθυνοι για μια μεγάλη τρέλα που κλείδωσε σε μια τραγωδία, όλοι δορυφόροι γύρω από ένα κέντρο, σε παράλληλες τροχιές από αυτές που θα πυροδοτεί πάντα στην εφηβεία μια εποχή που συναγωνίζεται σε σύγχυση, παρορμητικότητα, θυμό, καύλα και επαναστατική διάθεση κάθε 17χρονο αυτού του κόσμου.

Σαν ένα ημερολόγιο της δράσης τους, ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης απαθανατίζει τα μέλη αυτής της αυτοσχέδια συμμορίας καθώς «μεγαλώνουν» με τους δικούς τους όρους, αποφασισμένοι να γευτούν τα πάντα, να νιώσουν απόλυτα ελεύθεροι, να αντιδράσουν με κάποιο τρόπο σε ό,τι συμβαίνει γύρω τους και κυρίως να βρουν τη δική τους θέση στον κόσμο, ζώντας για λίγο εκτός νόρμας, χωρίς κανόνες, με όπλα αληθινά και τα άλλα της αδρεναλίνης τους, φλερτάροντας με το έγκλημα αλλά αγνοώντας - όπως οφείλει κάθε νέος - την τιμωρία.

Ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης, όμως, δεν ηθικολογεί (δεν το έκανε ποτέ), δεν ενδιαφέρεται να τακτοποιήσει στο μυαλό του θεατή τις πράξεις των ηρώων του ή να κάνει ένα μεγαλόστομο κοινωνικό σχόλιο πάνω σε μια ακόμη χαμένη γενιά. Αυτό που τον ενδιαφέρει - περισσότερο από το να αναλύσει το από που προέρχονται οι ήρωές του και γιατί καταλήγουν μαζί - είναι να προλαβαίνει κάθε φορά την ενέργειά τους, να συλλαμβάνει τις στιγμές του τρόμου και των εκρήξεών τους, να ελευθερώσει τη σεξουαλικότητά τους, να ακολουθήσει τη διαδρομή τους με το ρυθμό που επιβάλλει η εφηβεία και να μην τους εγκαταλείψει σε καμία στάση του roller coaster στο οποίο έχουν ανέβει.

Και το κάνει με την ωριμότητα ενός σκηνοθέτη που γνωρίζει να ενορχηστρώνει με την ίδια δυναμική τις σκηνές δράσης και τις στιγμές της σιωπής, άλλοτε με αλαζονία και άλλοτε με μια βαθιά μελαγχολία, καλύτερος στις μεταξύ των ηρώων του στιγμές και πιο προφανής στην επαφή τους με τους γονείς τους ή τα «θύματά» τους.

Χωρίς να χάνει το ρυθμό του(ς), ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης σταματάει την κινούμενη εικόνα με stills, βάζει στο προσκήνιο τους νέους θαρραλέους ηθοποιούς του (η αποκάλυψη Δάφνη Πατακιά, ο Κώστας Νικούλι του «Xenia» και ο νέος πρωταγωνιστής Κωνσταντίνος Ελματζίογλου ξεχωρίζουν) και γνωρίζοντας τα όρια μιας ταινίας που δεν βρίσκεται απεναντί σου για να πρωτοτυπήσει σεναριακά με την ιστορία της, τρέχει με τους ρυθμούς μιας μαρτυρίας στην οποία θα επιστρέψουμε στο μέλλον.

Δείτε ακόμη: Δάφνη Πατακιά: η πρωταγωνίστρια του Κωνσταντίνου Γιάνναρη στην κάμερα του Flix