Τι ορίζει πραγματικά την «αλήθεια»; Τα ίδια τα γεγονότα ή οι αναμνήσεις των γεγονότων, όσο αναξιόπιστες κι αν αποδεικνύονται; Αυτό είναι το δίλημμα που θέτει στο θεατή ο «Βασικός Υποπτος» του Σάιμον Κάιζερ πίσω από το αστυνομικό του μυστήριο, ακολουθώντας την αφήγηση ενός αναξιόπιστου ομιλητή και προσπαθώντας να ανακαλύψει την ένταση πίσω από τα σφάλματα της μνήμης όσο η παράνοια της εξαφάνισης (ή μήπως φόνου;) ενός νεαρού κοριτσιού έρχεται να στοιχειώσει μια μικρή αμερικανική πόλη.

Βασισμένη στο βιβλίο του Τζορτζ Χαράρ και ακολουθώντας πιστά την Βίβλο των αστυνομικών θρίλερ της δεκαετίας του 1990, η ταινία ακολουθεί τον σύζυγο, πατέρα δύο παιδιών και καθηγητή φιλοσοφίας, Εβαν Μπερτς (Γκάι Πιρς), όταν καταλήγει ύποπτος για την μυστηριώδη εξαφάνιση μιας νεαρής φοιτήτριας. Αν και ο ίδιος θεωρεί ότι έχει ακλόνητο άλλοθι, το «ανάρμοστο» παρελθόν του αλλά και η αμφισβήτηση της ακρίβειας των αναμνήσεών του πρόκειται να περιπλέξουν την επίλυση του μυστηρίου, γεγονός που πρόκειται να επαναφέρει στην επιφάνεια την συζυγική του κρίση (η Μίνι Ντράιβερ ατυχώς χαραμίζεται στον γενικόλογο ρόλο της συζύγου) αλλά και την σχέση (;) που είχε πρόσφατα με μία ακόμα φοιτήτρια (η Αλεξάντρα Σιπ σε έναν ακόμα εφηβικό ρόλο, μετά το «Με Αγάπη, Σάιμον»).

Φυσικά αυτό που θα ακολουθήσει θα είναι μια αφήγηση με συνεχείς ανατροπές, παραπλανητικούς κινδύνους, στοιχεία που μπορεί να οδηγήσουν στο τέλος ή και πουθενά και μια μόνιμη επίστρωση αμφισβήτησης, η οποία δίνει την αφορμή στον Γκάι Πιρς και τον Πιρς Μπρόσναν, ο οποίος υποδύεται τον κύριο αστυνομικό υπεύθυνο για την επίλυση της υπόθεσης, να ανταλλάξουν ατάκες με γνήσια φυσικότητα, δίνοντας υποσχέσεις για μία ταινία που όντως θα μπορούσε να μετατρέψει σε αγωνιώδες θρίλερ την ίδια την αναζήτηση για την έννοια της «αλήθειας», στοιχείο που όπως τονίζει ο χαρακτήρας του Μπρόσναν ενώνει τους δύο άνδρες, όσο διαφορετικά κι αν έχει επιλέξει ο καθένας (ως επάγγελμα) να την μελετήσει.

Μόνο που ο Κάιζερ, εδώ στο κινηματογραφικό του ντεμπούτο αλλά με πολυετή προϋπηρεσία στα τηλεοπτικά πλατό, δεν καταφέρνει σε κανένα σχεδόν σημείο της αφήγησης να πλησιάσει την ένταση του αρχικού υλικού, καθώς αναλώνεται σε μια διαδικαστική αποτύπωση των γεγονότων, αγγίζοντας μόνο επιδερμικά κάθε φιλοσοφικό προβληματισμό που το σενάριο προσπαθεί να αναδείξει. Ουσιαστικά, ο «Βασικός Υποπτος» δεν εξερευνά αλλά απλά προχωρά από σκηνή σε σκηνή, παραθέτοντας πιθανές ανατροπές και φυτεύοντας υποψίες με προφανή τρόπο, ικανά μεν αλλά χωρίς γνήσια δημιουργικότητα. Η αφήγησή του είναι στρωτή και η ταινία δεν καταλήγει ποτέ βαρετή, υπάρχει όμως μια μόνιμη αίσθηση γνώριμου σε όλη την διάρκεια, που όχι μόνο φέρνει στο νου καλύτερα αστυνομικά μυστήρια προηγούμενων χρόνων αλλά και προδίδει μια πολύ καλύτερη ταινία που δεν έρχεται ποτέ.

Βέβαια, αυτή η αφηγηματική οικειότητα κάνει ταυτόχρονα την ταινία και άμεσα προσβάσιμη, μετατρέποντας την προβολή της σε μια εύπεπτη εμπειρία που πατά με ασφάλεια στο τυποποιημένο ύφος των κινηματογραφικών αστυνομικών μυστηρίων και διακατέχεται από μια σχεδόν άχρονη αισθητική, μακριά από ουσιαστικά ρίσκα ή τολμηρές επιλογές. Στην τελική, ο «Βασικός Υποπτος» δεν είναι μια κακή ταινία. Είναι όμως μια ταινία που μόνο στιγμιαία (στις σκηνές των αναμνήσεων) καταφέρνει να αγγίξει την ισχύ που θα έπρεπε καθολικά να επιδείξει. Και αυτό αν δεν είναι πλήρως απογοητευτικό, αποτελεί σίγουρα μια χαμένη ευκαιρία.