Η οικονομική κρίση βλάπτει σοβαρά (και) την οικογενειακή ζωή. Αυτό είναι το κεντρικό μήνυμα της γαλλικής κομεντί του Ντομινίκ Φαρουτζιά, που εμπνέεται με έξυπνο τρόπο από την πραγματικότητα, για να οδηγηθεί, σταδιακά, στην ευκολία και στα κλισέ.
Ο Ιβάν (επιπόλαιος και μπερμπάντης) και η Ντελφίν (μυαλωμένη, όμορφη νοσηλεύτρια), ήταν παντρεμένοι, έχουν δυο παιδιά, αλλά χωρίζουν. Μόνο που ο Ιβάν, μάνατζερ ποδοσφαιριστών, δεν έχει μία: κυριολεκτικά, κοιμάται στα πάρκα και τρώει δωρεάν σάλτσες από τα ΜακΝτόναλντς. Επενδύοντας τις ελπίδες του σ' ένα νέο παίκτη, χρειάζεται μια πίστωση χρόνου ώσπου να πιάσει την καλή.
Γι' αυτό και κάνει στην Ντελφίν μια πρόταση που εκείνη δεν μπορεί να αρνηθεί. Καθώς το 20% του σπιτιού τους του ανήκει, θα συνεχίσει να μένει σ' αυτό (και να χρησιμοποιεί το 20% του ψυγείου και των διαθέσιμων ωρών της τουαλέτας), ώσπου να μπορέσει να βγάλει χρήματα. Με τα δυο παιδιά να βλέπουν την κίνηση με μισό μάτι, το ζευγάρι ξεκινά την ανορθόδοξη συγκατοίκησή του, ενώ είναι προφανές ότι η έλξη μεταξύ τους δεν έχει χαθεί.
Δεδομένου ότι η Λουίζ Μπουργκουέν είναι ζουμερή κι ακτινοβόλος, ότι ο Ζιλ Λελούς κουβαλά με άνεση τον ανδρισμό του κι ότι κι οι δυο έχουν φυσικότητα και χάρη στην κωμωδία, το πρώτο μέρος της ταινίας κυλά έξυπνα κι ευχάριστα. Οι αναφορές στη σύγχρονη πραγματικότητα είναι λεπτές κι εύστοχες, τα στρατόπεδα μέσα στο ίδιο σπίτι επιτείνουν το ρυθμό και η οικογένεια έχει μια χημεία που λειτουργεί.
Στο δεύτερο μέρος, ωστόσο, ο Φαρουτζιά βαριέται να πρωτοτυπεί. Οδηγεί το σενάριό του στα πιο προβλέψιμα μονοπάτια, εκτονώνει την ένταση του ζευγαριού και καταπιάνεται με μια αναίτια ηθικολογία, αταίριαστη με τους ήρωές του. Ακόμα χειρότερα, ενισχύει το ελαφρύ μελόδραμα με τη «διδασκαλία» του νέου ποδοσφαιριστή, βγαλμένου από τον Κούμπα Γκούντινγκ Τζούνιορ του «Τζέρι Μαγκουάιρ», ο οποίος πιστεύει στις κλασικές οικογενειακές αρχές και το βροντοφωνάζει, μετατρέποντας μια χαριτωμένη ιδέα σε μια τετριμμένη ταινία για όλη την οικογένεια, όχι του σήμερα, αλλά του '50.