Σε μια πόλη που δεν υπάρχει δικαιοσύνη, οι απεγνωσμένοι αναζητούν εκδίκηση και αδίστακτοι δολοφόνοι διασταυρώνονται στο διάσημο κλαμπ Pecos. Ο σκληροτράχηλος Μαρβ βρίσκει τον εαυτό του στη μέση μιας σφαγής και προσπαθεί να θυμηθεί τα γεγονότα που προηγήθηκαν. Ο Τζόνι, ένας υπερόπτης τζογαδόρος θα έρθει αντιμέτωπος με τον πιο αιμοσταγή κακό της Αμαρτωλής Πόλης, το γερουσιαστή Ρόαρκ. Ο Ντουάιτ ΜακΚάρθι δεν θα φοβηθεί αλλά θα ξεγελαστεί στην τελική του αναμέτρηση με τη γυναίκα των ονείρων του, αλλά και χειρότερο εφιάλτη του, την Έιβα Λορντ. Στον απόηχο της αυτοκτονίας του Τζον Χάρτιγκαν η ορκισμένη για εκδίκηση Νάνσι Κάλαχαν δεν έχει πει ακόμη την τελευταία της λέξη.

Ακόμη και οι λιγότερο φανατικοί θαυμαστές του πρώτου «Sin City» δεν μπορούν να αμφισβητήσουν τη σημασία του για το σύγχρονο σινεμά – ακόμη και εκτός διασκευών κόμικ ή graphic novels – σαν ένα επίτευγμα τέτοιας εικαστικής ομορφιάς, ικανής να του συγχωρέσει σχεδόν τα πάντα: το στεγνό του σενάριο, την υπερβολικά ελεγειακή του ατμόσφαιρα, το διαρκές voice-over, τη λαγνεία του για την εικόνα εις βάρος κάθε δραματουργίας.

Αποφασισμένος να μεταφέρει τις ιστορίες του Φρανκ Μίλερ σχεδόν σαν να τις βλέπεις να ζωντανεύουν μέσα από το χαρτί, ο Ροντρίγκεζ όχι μόνο το πέτυχε στον υπέρτατο βαθμό, αλλά άνοιξε και ένα δρόμο χωρίς επιστροφή για το τι είναι δυνατό και αδύνατον πλέον στο σινεμά, αφήνοντας το «Sin City» να διατρέχει τα χρόνια μετά την έξοδό του ως ένα ζωντανό μνημείο εκείνης της σπουδαίας στιγμής όπου το σινεμά και τα κόμικ βρέθηκαν για πρώτη φορά τόσο κοντά.

Μια δεκαετία μετά, το δεύτερο μέρος του «Sin City» έρχεται το ίδιο ή και περισσότερο όμορφο, ένας θρίαμβος φωτογραφίας και τεχνικής επεξεργασίας που θα μπορούσες να χαζεύεις για ώρες, μια είσοδος σε ένα κόσμο που φωτίζεται από ασπρόμαυρα highlights και κατακόκκινα κραγιόν και αναπνέει μέσα από αρσενικά που αγνοούν την εξουσία (και πληρώνουν γι’ αυτό) και θηλυκά που θα κάνουν τα πάντα για να εκδικηθούν το θάνατο αυτού που αγάπησαν πιο πολύ σε αυτή τη ζωή (και δεν θα πληρώσουν πάντα γι' αυτό).

Μόνο που σε αυτή τη δεύτερη φορά – που στην πραγματικότητα θα μπορούσε να είναι και η πρώτη αφού τίποτα δεν μοιάζει να έχει αλλάξει - όλα όσα ήσουν πρόθυμος να συγχωρήσεις το 2005, βρίσκονται και πάλι εδώ σε μια εμμονική επανάληψη που χαρακτήριζε ανέκαθεν τον Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ τόσο στις καλές όσο και στις αδιάφορες στιγμές του.

Χωρισμένο σε τέσσερις ευδιάκριτες ιστορίες (κάτι ανάμεσα σε πρίκουελ και σίκουελ την ίδια στιγμή) που όμως παρεμβάλλονται η μία στην άλλη, το «Sin City: Η Κυρία Θέλει Φόνο» διαθέτει το ίδιο βαρύ voice-over που δημιουργεί ατμόσφαιρα μέχρι που το ίδιο μετά από λίγο την ακυρώνει, την ίδια διάθεση να παίξει με το νουάρ και τις υπερβολές του (ειδικά στην κεντρική ιστορία της Εύα Γκριν και του Τζος Μπρόλιν) - χωρίς, ωστόσο, να καινοτομεί, τον ίδιο pulp ερωτισμό που επιπλέει στις γκρίζες ζώνες ενός κόσμου όπου οι γυναίκες είναι μόνο στρίπερς, πόρνες ή θανατηφόρες χήρες και την ίδια flat λογική μιας ταινίας για τα μάτια που την ξεφυλλίζεις χωρίς να στέκεσαι με πραγματικό ενδιαφέρον και αγωνία σε κάποια από τις σελίδες της.

Τόσο ο Ροντρίγκεζ όσο και ο Μίλερ (που συνσκηνοθετεί) ενδιαφέρονται περισσότερο για το overdose βίας και το λευκό αίμα που αναβλύζει άπλετο σχεδόν σε κάθε σκηνή του φιλμ, παρά στο να παραδώσουν ένα συμπαγές νεο-νουάρ, πρωτότυπο σε σχέση με το πρώτο «Sin City» και πρωτοπόρο εν μέσω μια νέας δεκαετίας.

Αν το «Η Κυρία Θέλει Φόνο» ερχόταν δύο ή τρία χρόνια μετά το «Sin City», όλα ίσως θα ήταν διαφορετικά. Σήμερα, όμως - και ο Φρανκ Μίλερ θα ήταν ο πρώτος που θα συμφωνούσε – στην Πόλη της Αμαρτίας που λέγεται σινεμά, οποιαδήποτε καθυστέρηση μπορεί να αποβεί μοιραία.

Δείτε και διαβάστε ακόμη: