O Σάλβο είναι ένας αδίστακτος πληρωμένος εκτελεστής της σύγχρονης σισιλιάνικης μαφίας. Μοναχικός, ανέκφραστος, απροσπέλαστος μοιάζει με καλολαδωμένη δολοφονική μηχανή. Με άντρα που σου επιτρέπει να τον κρυφοκοιτάξεις, μόνο κατά τη διάρκεια των πράξεων του. Δεν υπάρχει έξω από αυτές. Εξαϋλώνεται. Πριν και μετά δεν ξέρεις ούτε που τρέχει να κρυφτεί, ούτε που τρέχει ο νους του. Τον συναντάμε όταν ανακαλύπτει την παγίδα που του στήνει κάποιος αντίπαλος του αφεντικού του. Μαθαίνει το όνομά του, βρίσκει το σπίτι του. Μπαίνει και παραμονεύει στο σκοτάδι. Μόνο που την αυτοσυγκέντρωσή του διακόπτει ένα ποπ ιταλικό τραγούδι. Ενα τυφλό κορίτσι -η αδελφή του στόχου του- σιγοτραγουδά, μετρώντας χρήματα. Πιθανόν τα «οικογενεικά» κέρδη. Κάτι περίεργο κυριεύει τον Σάλβο. Τη σέβεται; Τη λυπάται; Την ερωτεύεται; Αντικατοπτρίζει στη δική της αναπηρία να δει, τη δική του να αισθάνεται; Ο Σάλβο την απαγάγει, το σκάει μαζί της. Κρύβονται σ' ένα εγκατελειμένο εργοστάσιο στην άκρη της πόλης, και μία περίεργη σχέση, ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, την καταδίκη και την κάθαρση, τη ζωή και το θάνατο, ξεκινά...

Το ντεμπούτο των Ιταλών σεναριογράφων Αντόνιο Πιάτζα και Φάμπιο Γκρασαντόνια (οι οποίοι στην ουσία επιμήκυναν την μικρού μήκους ιδέα τους, «Rita») είναι ένα τολμηρό κινηματογραφικό εγχείρημα. Μία υπόκλιση στη φόρμα των κλασικών ευρωπαϊκών φιλμ νουάρ, στο genre που θέλει τους ήρωες σιωπηλούς, όσο το λόγο έχει η εικόνα, το στήσιμο των κάδρων, η υγρή κινηματογράφηση, το συμβολικό κιαροσκούρο. Μία ίδια ιδέα στα χέρια ενός άλλου σκηνοθέτη θα μεταμορφωνόταν σε φλύαρο, βίαιο action blockbuster. Οι Πιάτζα και Γκρασαντόνια δοκιμάζονται σε κάτι πιο δύσκολο, πιο ρισκέ. Πιο παράφορα ερωτευμένο με την τέχνη του σινεμά.

Οι Ιταλοί σκηνοθέτες ξεκινούν με υπόσχεση δράσης, και στο δεύτερο μέρος επιλέγουν να χαμηλώσουν ταχύτητα, να μας βυθίσουν σ' ένα σινεμά παρατήρησης, υπνωτικής ατμόσφαιρας, ηλεκτρισμένης ενέργειας και ιμπρεσιονιστικού συμβολισμού. Ο Μάρκο Ντεντίτσι (συχνός συνεργάτης του Μπελόκιο) στη σκηνογραφία και το design της εικόνας, δημιουργεί ένα σύμπαν που η βία μοιάζει να ελλοχεύει στη φτώχια των ενοικιαζόμενων δωματίων, να ξετρυπώνει πίσω από τις ξεφτισμένες ταπετσαρίες, τα εγκαταλειμμένα κτίρια, τους παρατημένους ανθρώπους. Ο Γκιγιόμ Σιάμα («Amour») στον ήχο, επιβεβαιώνει με τη σειρά του ότι το sound design έχει τη δυνατότητα να παγώσει το αίμα περισσότερο από την χιπστερικά ωμή απεικόνισή του. Κι ο δεξιοτέχνης Ντανιέλ Σίπρι («Vincere») στη διεύθυνση φωτογραφίας απλά συγκλονίζει με το παιχνίδι ανάμεσα στο φως και τις σκιές. Τις αντιθέσεις που θέλουν ένα τυφλό κορίτσι να είναι μοναδική αχτίδα φωτός στη σκοτεινή ψυχή ενός δολοφόνου.

Στο ρόλο του Σάλβο, ο Παλαιστίνιος Σαλέχ Μπακρί ακολουθεί τα χνάρια του Αλέν «Σαμουράι» Ντελόν, φορώντας με αυτοπεποίθηση την εκκωφαντική μοναξιά του αντιήρωά του και υπνωτίζοντάς μας στο βίαιο σύμπαν του με τα βαθιά μπλε βλέμματα ενός γοητευτικού, σαρκοβόρου λύκου.

Μην ψάξετε στο σενάριο των Πιάτζα-Γκρασαντόνια εξήγηση, πληροφορία, μήνυμα. Κανείς δε θα μάθει ποτέ το παρελθόν, τα κίνητρα, τους σκοπούς του «Salvo». Η πλοκή δε θα πάρει τον θεατή από το χέρι για να του εξηγήσει τις ανατροπές, να του υπογραμμίσει τα σύμβολα, να τον ποτίσει κάθαρση. Οταν το φως της τελευταίας σεκάνς λούσει την οθόνη, ο καθένας μας θα νιώσει μέσα του την όποια σωτηρία.

Γιατί στα ιταλικά το «Salvo» σημαίνει «σώζω». Σ' αυτό το υπαρξιακό gangsta drama όμως, ποιος είναι ο σωτήρας και ποιος τελικά θα σωθεί; Είναι κάποιες κινηματογραφικές (κι όχι μόνο) ερωτήσεις που αξίζουν περισσότερο από την οποιαδήποτε απάντηση.

Αριστούργημα.

Δείτε εδώ τους σκηνοθέτες του «Salvo» να μιλούν στην κάμερα του Flix.