Ο κόμης Ρομπέν του Λόξλεϊ, ένας σκληραγωγημένος από τον πόλεμο Σταυροφόρος, και ο Μαυριτανός διοικητής του, Λιτλ Τζον, ξεκινούν μια τολμηρή εξέγερση ενάντια στο διεφθαρμένο αγγλικό στέμμα.

Η ιστορία του Ρομπέν των Δασών είναι τόσο διαχρονική και αγαπητή, που από το 1908, όταν βγήκε και η πρώτη ταινία με θέμα τον υπερασπιστή των φτωχών και αδυνάτων της μεσαιωνικής Αγγλίας, μέχρι και λίγα χρόνια πριν όταν το 2010 ο Ρίντλεϊ Σκοτ έδωσε την δική του εκδοχή της ιστορίας, σκηνοθέτες από όλο τον κόσμο δεν έχουν πάψει να εξιστορούν τα κατορθώματά του.

Αυτή τη φορά τη σκυτάλη παίρνει ο Οτο Μπάτχερστ, σκηνοθέτης γνωστός από τηλεοπτικές σειρές όπως το «Black Mirror» και το «Peaky Blinders», εδώ σε μια προσπάθεια να «μοντερνοποιήσει» μια ήδη παρωχημένη ιστορία, κάνοντας τη να μοιάζει σαν ένα origin story ενός κάποιου υπερήρωα από κόμικς για να κερδίσει και λίγη από την εύνοια των millennials.

«Ακούστε. Ξεχάστε την ιστορία. Ξεχάστε ό,τι είχατε δει πριν. Ξεχάστε ό,τι ξέρατε.» Με αυτά τα λόγια, περίπου, o Μπάτχερστ μας εισάγει στον κόσμο του Ρομπέν του Λόξλεϊ, γνωστού και ως διαβόητου Ρομπέν των Δασών. Μη περιμένετε να δείτε ούτε το δάσος του Σέργουντ ούτε τους merry men του. Εξάλλου πρόκειται για το origin story ενός ήρωα και τίποτα από αυτά δεν έχουν συμβεί. Ακόμη. Και ακριβώς εδώ είναι που ποντάρει ο Μπάτχερστ για να πλάσει τον ήρωα και το σύμπαν στο οποίο δρα όπως ακριβώς θέλει εκείνος.

Ενας κόσμος που μοιάζει περισσότερο ως Μόρντορ με μια αχρείαστη steam punk αισθητική, με φωτιές να ξεπηδούν από τα φουγάρα των ορυχείων της πόλης, πάρα το μεσαιωνικό Νότιγχαμ της Αγγλίας που γνωρίζαμε οι περισσότεροι. Ο Ρομπέν των Δασών πλασάρεται ως ένας Μπάτμαν της εποχής του, όπου τη μια είναι ο κακομαθημένος Λόρδος που πηγαίνει σε πάρτι και διασκεδάζει και από την άλλη είναι ο αναρχικός μασκοφόρος «hood» που βοηθάει τους φτωχούς. Του δίνει όμως και τα όπλα για να αντισταθεί στις κοινωνικές αδικίες και τους πλούσιους, όχι μόνο με το βέλος και τα τόξα του, αλλά και με επαναστατικά συνθήματα όπως «αν όχι εσύ τότε ποιος, αν όχι τώρα τότε πότε», ακόμη και με... μολότοφ.

Αυτός ο «Ρομπέν των Δασών» θα ήθελε να γίνει ένα νέο «V for Vendetta» για την τωρινή γενιά, με καθαρά πολιτικές προεκτάσεις. Το μόνο που καταφέρνει είναι να γελοιοποιήσει τα μηνύματα που προσπαθεί να περάσει σε ένα σενάριο που τίποτα δεν βγάζει νόημα.Ναι ο Μπάτχερστ είναι αρκετά πρόθυμος να συντάξει τους δικούς του παραλληλισμούς μεταξύ του τότε και του σήμερα, αλλά εκείνη η λεπτή γραμμή της πραγματικότητας που θα μπορούσε να κρατήσει την μοντερνοποίηση της ιστορίας δυνατή, γρήγορα θολώνει και σχεδόν αμέσως καταρρέει.

Από τα περίεργα κοστούμια, τα οποία θυμίζουν λες και έχουν ξεπηδήσει από το «Cloud Atlas» ή «Το Πεπρωμένο της Τζούπιτερ», τις πανοπλίες που ενώ έχουν την δυνατότητα να αντέχουν την φωτιά, τα βέλη τις διαπερνούν άνετα, μέχρι και τις βαλλίστρες μυδραλιοβόλα (!), τα πάντα δείχνουν προς την κατεύθυνση ενός «άκυρου» production design.

Και μπορεί η δράση, η οποία είναι αρκετή, να δείχνει πιο γρήγορη και εκλεπτυσμένη μερικές φορές, αλλά παραμένει άψυχη. Ακολουθεί την πεπατημένη και ποτέ δεν δίνει αυτό το κάτι παραπάνω που θα την κάνει να ξεχωρίσει, ακόμα και όταν κυριαρχεί πάνω στην αποδυναμωμένη ιστορία και τους χαρακτήρες.

Mιλώντας για χαρακτήρες, ο Τάρον Ετζερτον μπορεί να εκπέμπει την γοητεία που χρειάζεται να γίνει ένας «κλασικός» ίσως Ρομπέν των Δασών, αλλά ποτέ δεν αφήνει το δικό του στίγμα και γρήγορα περνάει απαρατήρητος. Ακόμα και ο Μπεν Μέντελσον στον ρόλο του Σερίφη του Σέργουντ, είναι ο καρικατούρα κακός της υπόθεσης, ο οποίος μοιάζει σαν μια εξελιγμένη κόπια (τόσο στο ντύσιμο όσο και στην συμπεριφορά) του Ορσον Κρένικ από το «Rogue One».

Κανείς δεν ζήτησε άλλη μια ταινία για τον «Ρομπέν των Δασών», όμως αυτή γυρίστηκε. Και όχι μόνο δεν πετυχαίνει κανένα στόχο απ' όσους βάζει αρχικά, αλλά αυτή η αχρείαστη απεικόνιση μια κλασικής ιστορίας δείχνει τόσο αστεία μερικές φορές που την κάνει απλά απογοητευτική. Η υπόνοια για ένα σίκουελ, και μάλιστα με την αναγέννηση ενός νέου κακού, την κάνει ταυτόχρονα και τρομαχτική σαν ιδέα.