O Zεφ Γκούτμαν είναι ένας 85χρονος Εβραίος, ένας από τους ελάχιστους επιζήσαντες του Αουσβιτς, ο οποίος πρόσφατα έχασε τη γυναίκα του από καρκίνο, αλλά και τη μνήμη του από τη νόσο Αλτσχάιμερ. Αυτό του εξηγεί ο Μαξ, ο συγκάτοικός του στο γηροκομείο όπου διαμένουν, αλλά και φίλος του από τις σκοτεινές μέρες των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Ο Μαξ όμως του υπενθυμίζει και κάτι σημαντικότερο: τον όρκο που έδωσαν μυστικά οι δυο τους. Οτι όταν οι γυναίκες τους πεθάνουν, θα είναι ελεύθεροι να πάρουν μία αρκετά καθυστερημένη εκδίκηση: να βρουν και να εκτελέσουν τον αρχιβασανιστή τους, τον Ναζί φύλακα που σκότωσε τις οικογένειές τους. Καθώς ο Μαξ είναι σε αναπηρική καρέκλα, ο κλήρος πέφτει στον Ζεφ. Κουβαλώντας ένα 45άρι στην τσέπη του κι ένα γράμμα που του έχει γράψει ο Μαξ, ο οποίος του θυμίζει τα πάντα και τον καθοδηγεί λεπτομερώς στο τι να κάνει, ο Ζεφ ξεκινά ένα ταξίδι στις μεσοδυτικές πολιτείες της Αμερικής ψάχνοντας έναν εγκληματία πολέμου που ξέφυγε κάθε τιμωρίας.

Είναι δυστυχώς λυπηρό ένας σκηνοθέτης όπως ο Ατόμ Εγκογιάν («Exotica», «To Γλυκό Πεπρωμένο», «Felicia's Journey»), ο οποίος πριν από 20 χρόνια προσέγγιζε σοβαρά θέματα και βαθιά κοινωνικά τραύματα, με χειρουργική ακρίβεια, ατμόσφαιρα, σκοτεινή αισθητική και, πάνω από όλα, στιβαρά σενάρια που δεν κατέφευγαν ποτέ σε εύκολα κλισέ αλλά χτυπούσαν νεύρο στη συλλογική μας συνείδηση, τώρα να καταθέτει τέτοια δείγματα πολιτικών θρίλερ.

Οι καλές του προθέσεις είναι εμφανείς: πατώντας σε μία ιστορία μνήμης (και, αντίστοιχα, λήθης), ένα «Memento» εύρημα για ηλικιωμένους, ο Εγκογιάν θέλει να χτίσει πολλά παραπάνω από ένα παζλ σπαζοκεφαλιάς στους θεατές. Ο ήρωάς του δεν περιδιαβαίνει τυχαία τις Αμερικανικές Πολιτείες αναζητώντας τους θύτες της σύγχρονης Ιστορίας. Με αφορμή εγκλήματα που διαπράχθηκαν 60 χρόνια πριν, γινόμαστε μάρτυρες του σύγχρονου καλά ριζωμένου φασισμού, αλλά κι ενός επικίνδυνου συνεχώς ανερχόμενου μιλιταρισμού.

Οπλα που αγοράζονται εύκολα και παραδίδονται χωρίς έλεγχο ή άλλη απαγορευτική νομοθεσία σε γέροντες που τα έχουν εμφανώς χαμένα. Φιλόξενοι, φιλικοί αστυνομικοί που νομίζουν ότι περιποιούνται έναν φίλο του μακαρίτη πατέρα τους από το στρατό, αλλά αποδεικνύονται στρατιώτες της Λευκής Υπεροχής που επιδεικνύουν όλα τα χιτλερικά μεμοραμπίλια του γέρου τους με περηφάνεια. Ολόκληροι λαοί που ξέχασαν ότι είναι κι εκείνοι συνυπεύθυνοι για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον μας.

Είναι δυστυχώς λυπηρό ένας σκηνοθέτης όπως ο Ατόμ Εγκογιάν («Exotica», «To Γλυκό Πεπρωμένο», «Felicia's Journey»), ο οποίος πριν από 20 χρόνια προσέγγιζε σοβαρά θέματα και βαθιά κοινωνικά τραύματα, με χειρουργική ακρίβεια, ατμόσφαιρα, σκοτεινή αισθητική και, πάνω από όλα, στιβαρά σενάρια που δεν κατέφευγαν ποτέ σε εύκολα κλισέ αλλά χτυπούσαν νεύρο στη συλλογική μας συνείδηση, τώρα να καταθέτει τέτοια δείγματα πολιτικών θρίλερ.»

Μόνο που το σενάριο στο οποίο πατά ο Εγκογιάν για να κάνει αυτόν τον σίγουρα πολιτικά απαραίτητο κινηματογραφικό διάλογο είναι, στην καλύτερη περίπτωση, αφελές και, στη χειρότερη, εγκληματικά απλοϊκό. Ο Μπέντζαμιν Ογκουστ γράφει διαλόγους, συνθέτει χαρακτήρες και ηθικές συγκρούσεις, αφήνοντας λογικές και συναισθηματικές τρύπες με εφηβική ευκολία – κάτι που δεν συγχωρείται για το τόσο σοβαρό θέμα με το οποίο καταπιάνεται. Εχει στα χέρια του μία ωραία ιδέα (να αναδείξει ότι κοινωνίες με βραχεία μνήμη ξαναγεννούν Ολοκαυτώματα, εκτός κι αν αναγνωρίσουν και πατάξουν τον ρατσισμό απέναντι, δίπλα και μέσα τους) και τη θυσιάζει με pulp fiction ποιότητα γραφής, παράλογα αφηγηματικά άλματα και ανώφελο διδακτισμό (η ανατροπή του τέλους, εκτός από προβλέψιμη, είναι κι εξαιρετικά άστοχη).

Ούτε ο Εγκογιάν όμως είναι αθώος. Μπορεί οι πιστοί του συνεργάτες (ο διευθυντής φωτογραφίας Πολ Σαρόσι κι ο μοντέρ Κρίστοφερ Ντόλαντσον) να επιτυγχάνουν υπνωτικές στιγμές στην αισθητική της κινηματογράφησης, όμως δεν υπάρχει καμία σκηνοθετική ουσία. Ολο το στήσιμο είναι επιφανειακό, υπερβολικό και τόσο υπερτονισμένο που χάνει τη βαρύτητά του.

Μοναδικό διαμάντι: ο Κρίστοφερ Πλάμερ, ο οποίος προσεγγίζει τον κεντρικό ρόλο με την αξιοπρέπεια και τη στιβαρότητα της υποκριτικής του στόφας, αλλά και μία εύθραυστη ανθρώπινη νότα που είναι συγκινητική.

Δυστυχώς όμως αυτό δε φτάνει. Γιατί οι θεατές, καλώς ή κακώς, θυμούνται. Θυμούνται τον Εγκογιάν της δεκαετίας του 90. Τι να απέγινε άραγε; Ξυπνάει κάθε πρωί και δε θυμάται τι είδους σκηνοθέτης ήταν;