Το «Η Κόκκινη Τζόαν» θα μπορούσε να είναι μια σπουδαία ταινία. Βασίζεται (αν και πολύ αμυδρά) σε μια συναρπαστική αληθινή ιστορία, τη ζωή της Μελίτα Νόργουντ, η οποία για μισό σχεδόν αιώνα ήταν όχι μόνο η σημαντικότερη κατάσκοπος της Ρωσίας στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά κι εκείνη με τη μεγαλύτερη (χρονικά) θητεία, καθώς δρούσε ανενόχλητη κάτω από το μανδύα της δημόσιας υπαλλήλου (και τη μύτη των αγγλικών αρχών) και η δράση της αποκαλύφθηκε στο κοινό από την ίδια, όταν έδωσε σε μεγάλη ηλικία πλέον συνέντευξη Τύπου στον κήπο του σπιτιού της. Εχει μεγάλους έρωτες, πάθη, μυστικά και προδοσίες με φόντο μερικά από τα πιο σημαντικά επιστημονικά και ιστορικά γεγονότα του προηγούμενου αιώνα. Πρωταγωνιστεί (έστω κατά το ήμισυ) η ίσως σημαντικότερη εν ζωή Αγγλίδα ηθοποιός. Παρ’ όλα αυτά δεν απογειώνεται ποτέ.

Η Τζόαν της ταινίας, αλλά και του ομότιτλου βιβλίου της Τζένι Ρούνεϊ, το οποίο διασκεύασε για τη μεγάλη οθόνη η σεναριογράφος Λίντσεϊ Σαπέρο, είναι μια ηλικιωμένη και φιλήσυχη συνταξιούχος, υπεράνω πάσης υποψίας, όταν συλλαμβάνεται από τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας για την αποκάλυψη κρατικών μυστικών στην πάλαι ποτέ Σοβιετική Ενωση. Με διαρκή και απανωτά φλας μπακ, αποκαλύπτεται η αλήθεια για το παρελθόν της, όσο η ίδια προσπαθεί, αρχικά αρνούμενη τα πάντα, να υπερασπιστεί σαστισμένη τον εαυτό της και να αντικρούσει τις κατηγορίες εναντίον της με τη βοήθεια του αποσβολωμένου γιου της. Ως αριστούχος φοιτήτρια φυσικής στο Κέιμπριτζ λίγο πριν και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Τζόαν ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τις κομμουνιστικές ιδέες μέσα από τη μοιραία γνωριμία της με δύο ρωσικής καταγωγής Εβραίους μετανάστες από τη Γερμανία και μέλη του κομμουνιστικού κόμματος, αρχικά με τη μυστηριώδη Σόνια και μετά με τον ξάδερφό της, Λέο, με τον οποίο θα ζήσει έναν θυελλώδη έρωτα, γεμάτο από αποχωρισμούς κι επανασυνδέσεις.

Η Τζόαν θα συμμετάσχει ως βοηθός και γραμματέας ενός καθηγητή της στα άκρως απόρρητα σχέδια της βρετανικής κυβέρνησης για την κατασκευή της πρώτης ατομικής βόμβας μέσα σε κλίμα απόλυτης μυστικότητας, αλλά και πυρετώδους ανταγωνισμού με τις άλλες υπερδυνάμεις του πλανήτη. Τα δύο ξαδέρφια θα της ζητήσουν να συνεργαστεί με τους Σοβιετικούς και να αποκαλύψει όσα γνωρίζει, ενώ όμως αρχικά η Τζόαν θα αρνηθεί, η ρίψη από τους Αμερικανούς της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι θα την κάνουν να αλλάξει γνώμη και τότε η νεαρή κοπέλα θα αρχίσει τη ριψοκίνδυνη κατασκοπική της δράση, ενώ την κατάσταση θα περιπλέξουν η επανεμφάνιση του Λέο μετά από μακρόχρονη απουσία στον Καναδά, αλλά και το ρομάντζο ανάμεσα στη νεαρή γυναίκα και τον καθηγητή της.

Ο Σερ Τρέβορ Ναν, μεγάλος θεατρικός σκηνοθέτης και πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής του Royal Shakespeare Company, στέκεται αμήχανος απέναντι σε μια τόσο δυναμική κι αντιφατική προσωπικότητα και τα εικοσιδύο χρόνια που έχουν περάσει από την προηγούμενη σκηνοθετική του απόπειρα στη μεγάλη οθόνη (με τη συμπαθέστατη, αλλά ξεχασμένη πλέον σαιξπηρική Δωδέκατη Νύχτα με την Eλενα Μπόναμ-Κάρτερ), συντελούν ακόμα περισσότερο στο τελικό, καλογυρισμένο μεν, αλλά ολότελα παλιομοδίτικο αποτέλεσμα, το οποίο, πέρα από μια προσεγμένη καλλιτεχνική διεύθυνση, η οποία αναβιώνει πειστικά τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, αδυνατεί να εμβαθύνει όχι μόνο στα ηθικά, προσωπικά και πολιτικά διλήμματα της κεντρικής ηρωίδας, αλλά και στην ανασύσταση του ιδεολογικά και διπλωματικά τεταμένου κλίματος που οδήγησε στον Ψυχρό Πόλεμο και στην απειλή του πυρηνικού ολέθρου.

Αν και η ταινία επωφελείται τα μέγιστα από την (σύντομη τελικά) παρουσία της τεράστιας Τζούντι Ντεντς, ένα βλέμμα της οποίας αρκεί για να προσδώσει στην ηλικιωμένη Τζόαν διαστάσεις που το σενάριο αδυνατεί να σκιαγραφήσει, τα συνεχή πισωγυρίσματα στο χρόνο περισσότερο αποπροσανατολίζουν, παρά διαφωτίζουν τα κίνητρα της κεντρικής ηρωίδας, καθώς καθίσταται εν τέλει ασαφές αν η «Κόκκινη Τζόαν» (σε αντίθεση με την υπαρκτή Μελίτα Νόργουντ που την ενέπνευσε) έγινε κατάσκοπος, σε μια εποχή μάλιστα που κάτι τέτοιο συνεπαγόταν τη θανατική ποινή, για λόγους ιδεολογίας ή λόγω του καταραμένου έρωτά της για τον ιδεαλιστή Λέο.

Αυτή η εμμονή, μάλιστα, στα αισθηματικά σκαμπανεβάσματα της νεαρής Τζόαν αφαιρεί από την ταινία την αιχμή ενός χειραφεσιακού σχολίου για το ρόλο της γυναίκας σε μια εποχή όπου η επιστημονική κοινότητα αντιμετώπιζε ακόμα και τις αριστούχους αποφοίτους κορυφαίων πανεπιστημίων ως απλές βοηθούς ή γραμματείς, ενώ υποβιβάζει την κεντρική ηρωίδα από μια αυτόνομη και δυναμική προσωπικότητα, έτοιμη να αναλάβει τις ευθύνες των πράξεών της, σε ένα έρμαιο των παθών της και των συναισθηματικών της διακυμάνσεων.

Αυτό που μένει τελικά από τη δύναμη του πρωτογενούς υλικού και την ιστορία της γυναίκας που ενέπνευσε την ταινία είναι, πέρα από την ερμηνεία της Ντεντς φυσικά, μερικές πινελιές διακριτικής ειρωνείας και σαρδόνιου χιούμορ, όπως η κούπα με τον Τσε Γκεβάρα που κρατά η ηλικιωμένη Τζόαν ή η σκηνή με την έφοδο της αστυνομίας για την ανεύρεση του ύποπτου κατασκόπου, όπου η νεαρή πρωταγωνίστρια καταφέρνει να ξεφύγει κρύβοντας τη φωτογραφική μηχανή σε ένα κουτί σερβιέτες, το οποίο ο αστυνομικός σιχαίνεται ακόμα και να ακουμπήσει. Ολα τα υπόλοιπα σ' αυτή την «Κόκκινη Τζόαν» αποχρωματίζονται και χάνονται σε μια ακαδημαϊκή και άτολμη προσέγγιση.