Επτά μακροχρόνιοι φίλοι μαζεύονται στο σπίτι του ενός, για δείπνο. Οταν αποφασίσουν να μοιραστούν μεταξύ τους το περιεχόμενο κάθε μηνύματος, email και κλήσης που λαμβάνουν, πολλά μυστικά βγαίνουν στην επιφάνεια και οι ισορροπίες διαταράσσονται.
O αμετάφραστος ιταλικός τίτλος μεταφράζεται ως «Τέλειοι Ξένοι» - αυτό δηλαδή που συμβαίνει σε μια παρέα κολλητών που μέσα σε ένα βράδυ και με αφορμή ένα παιχνίδι θα ανακαλύψουν πόσα λίγα γνωρίζει ο ένας για τον άλλον. Και αυτός που κράτησε ο Θοδωρής Αθερίδης στην ελληνική διασκευή της ταινίας του Πάολο Τζενοβέζε που βγήκε στις αίθουσες το χειμώνα κερδίζοντας το δικό της μερίδιο θεατών.
Δεν έχει καμία σημασία εδώ να συγκρίνουμε τις δύο ταινίες, αφού η ταινία του Τζενοβέζε προηγήθηκε ως μια τεράστια επιτυχία στην Ιταλία. Αρκεί ωστόσο να αναφερθεί η σχεδόν σκηνή-σκηνή ακολουθία του ριμέικ του Αθερίδη με ρυθμό και ένταση ανεβασμένα όσο και στην πρωτότυπη ταινία – και δυστυχώς με τα ίδια ακριβώς προβλήματα και στις δύο «γειτονικές» εκδοχές.
Η κεντρική ιδέα του «Τέλειοι Ξένοι» μοιάζει να έρχεται από τη θεατρική παράδοση της κωμωδίας καταστάσεων και, παραδόξως πως, δεν εξαντλείται στο ότι για ένα και μόνο βράδυ μια παρέα κολλητών αποφασίζει να αφήσει τα κινητά ανοιχτά στο τραπέζι και να απαντάει σε ανοιχτή ακρόαση κλήσεις ή να διαβάζει φωναχτά τα μηνύματα που θα φτάσουν στη συσκευή του καθενός μέσα στη διάρκεια του δείπνου.
Ο,τι ακολουθεί είναι μια άλλοτε δραματική, άλλοτε κωμική, πάντα πικρή (και σε στιγμές πάει να γίνει τολμηρή) κριτική πάνω στο πόσο λίγο γνωρίζουμε ακόμη και τον άνθρωπο με τον οποίο μοιραζόμαστε τη ζωή μας και μαζί ένα κοινωνικό ψηφιδωτό που αποκαλύπτεται σιγά σιγά καθώς τινάζεται πάνω από την επιφάνεια των πραγμάτων η σκόνη της υποκρισίας και του ψέματος.
Και είναι ακριβώς σε αυτό το σημείο που οι λειτουργικά σκηνοθετημένοι και ακόμη πιο λειτουργικά ερμηνευμένοι από ένα υπέροχο καστ (ανάμεσά τους πιο γνωστή στο ελληνικό κοινό η Αλμπα Ρορβάκερ της «Ορκισμένης Παρθένας») «Τέλειοι Ξένοι» χάνουν πόντους αξιοπιστίας και ρίσκου, αφού - ως μια λαϊκή κωμωδία που απευθύνεται σε όλους - παραμένουν πεισματικά σε μια ασφαλή ζώνη όπου τα ταμπού διαλύονται μόνο μέσα από τα αστεία και ο κυνισμός σβήνεται με την ποιητική αδεία μερικών σκηνών που σπάνε το διαλογικό κρεσέντο.
Οσο λιγότερα γνωρίζετε για την υπόθεση και τις «αποκαλύψεις» της ταινίας, τόσο περισσότερο θα απολαύσετε τον καλοκουρδισμένο ρυθμό με τον οποιό ξετυλίγεται μια βραδιά που όλα θα πάνε αντίθετα από αυτό που είχαν υπολογίσει οι πρωταγωνιστές της. Την ίδια στιγμή θα νιώσετε και εσείς εγκλωβισμένοι σε ένα κόσμο ασφυκτικά χτισμένο μέσα σε ιδιωτικά μυστικά, αλλά δεν θα βρείτε και πόρτα διαφυγής παρά μόνο με τον ανώδυνο τρόπο μιας ταινίας που βρίσκει κέντρο στις θεματικές της, αλλά προτιμάει – γιατί έτσι δεν θα γίνει δυσάρεστη - να πατήσει στο περιθώριο της ουσίας τους.