Η εγκεφαλική πολυπλοκότητα, η συναισθηματική νοημοσύνη, το θάρρος, χαρακτηρίζουν το σινεμά τού Αργεντίνου Σαντιάγο Μίτρε, είτε όταν δουλεύει ως σεναριογράφος τού Πάμπλο Τραπέρο («Leonera», «Carancho», «Λευκός Ελέφαντας»), είτε όταν και σκηνοθετεί, από τον εντυπωσιακό «Φοιτητή» τού 2011, ως το «La Cordillera» που έκανε την πρεμιέρα του στο φετινό Φεστιβάλ Καννών. Κάπου ανάμεσα, το 2015, ο Μίτρε, διασκευάζοντας ένα αργεντίνικο νουάρ του '60, σκηνοθέτησε την πιο καθηλωτική και πιο στοχαστική ταινία του, την «Παουλίνα», που τιμήθηκε στις Κάννες με το μεγάλο βραβείο τής Εβδομάδας Κριτικής.
Η κεντρική ηρωίδα του, η Παουλίνα, είναι μια νέα κοπέλα της ανώτερης τάξης: ο πατέρας της είναι δικαστής με κύρος, η ίδια έχει τελειώσει τις σπουδές της στη νομική και κάνει το διδακτορικό της. Αποφασίζει, όμως, να παρατήσει αυτό το μονοπάτι της ζωής της, μαζί και τον σύντροφό της και την πόλη της και να πάει να διδάξει αγωγή του πολίτη στα παιδιά μιας υποβαθμισμένης περιοχής της Παραγουάης. Επειδή πιστεύει ότι μπορεί να προσφέρει, να «κάνει το καλό», έστω κι αν ο πατέρας της χαρακτηρίζει με συγκατάβαση το σχέδιό της χίπικο, ρομαντικό.
Η αληθινή πρόκληση για την Παουλίνα και για το θεατή θα έρθει, όχι όταν περιπλανηθεί στο φτωχό συνοικισμό που μοιάζει περισσότερο με φαβέλα, ούτε όταν θα βαδίσει με δυσκολία στους λασπωμένους δρόμους, αλλά όταν πέσει θύμα ομαδικού βιασμού από τα παιδιά που θέλει να «σώσει». Κι εκεί θα τεσταριστεί, με τον πιο επώδυνο τρόπο, η πρόθεσή της να διδάξει το δίκαιο, όταν έχει υποστεί η ίδια τη μέγιστη αδικία.
Ο Μίτρε χτίζει την ταινία του μ' έναν πολύπλοκο ιστό, με πισωγυρίσματα στο χρόνο και με εναλλασσόμενες προοπτικές των ηρώων, δίνοντας έτσι μια αίσθηση πολλαπλών επιλογών, ανοιχτών σε κάθε κρίση. Μαζί με τον διευθυντή φωτογραφίας του, Γκουστάβο Μπιάτσι, αποτυπώνει τη ζωή στην αντίπερα πλευρά των συνόρων, στους τόνους της γης και της νύχτας, υποφωτίζοντας τη δράση, ώστε τίποτε να μην έχει κοντράστ, τίποτε να μην είναι εύκολο και ξεκάθαρο για τα μάτια.
Η Ντολόρες Φόνζι, τόσο όμορφη που σού κόβει την ανάσα, διαλύεται κι ανασυντίθεται με κάθε πλάνο, σε μια ερμηνεία σαρωτική, βασανιστικά ευάλωτη, πεισματικά δυνατή, εκπρόσωπο της τραυματισμένης σάρκας αλλά, κυρίως, του ακραίου διλήμματος του σύγχρονου πολιτισμού: τι σημαίνει βοήθεια και πότε έχει αληθινό αποτέλεσμα.
Η ταινία δεν κρίνει την πολιτική και κοινωνική υποκρισία της δυτικής κοσμοθεωρίας, ή της ανώτερης τάξης: δεν κρίνει κανέναν και τίποτα. Εκθέτει τρόπους σκέψεις, επιλογές δράσης, άλυτες εξισώσεις και προκαλεί έναν βαθύ συλλογισμό. Εκεί, στην ευρύτητα των απόψεών της, είναι που χάνει κι ένα μέρος του στοιχήματος - με μια τόσο ανοιχτή ιδεολογική σκέψη, είναι δύσκολο να συγκρατήσει συμπαγή τη δομή και τη δύναμή της, καταλήγοντας σε μια σειρά αποφάσεων που κοστίζουν στην πειστικότητά της.
Αλλά, σύμφωνα και με το στόχο τής ταινίας, το ζήτημα για τον Μίτρε δεν είναι η πειθώ, είναι η σκέψη. Κι η «Παουλίνα» αυτό το καταφέρνει με οξυδέρκεια, τόλμη και μια κομψή ωμότητα που δεν σου επιτρέπει ν' αποστρέψεις το βλέμμα.