Στο Λος Αντζελες του 1967, μια χήρα με τα δύο κορίτσια της πραγματοποιούν «συνεδρίες» επίκλησης πνευμάτων προκειμένου να αποσπούν χρήματα από τους εύπιστους πελάτες που προστρέχουν σε εκείνες για παρηγοριά. Πολύ γρήγορα, όμως, αυτό που θα ξεκινήσει ως αθώα εξαπάτηση του αφελούς κόσμου, εξελίσσεται, μετά την προσθήκη της χρήσης στις συνεδρίες ενός πίνακα Ouija, σε κάτι τόσο τρομακτικό που υπερβαίνει ακόμα και τους πιο δυστοπικούς εφιάλτες. Η μικρή κόρη καταλαμβάνεται από ένα πνεύμα και όλη η οικογένεια προσπαθεί να την σώσει και να σωθεί. Η δύναμη του κακού, όμως, είναι πολύ μεγάλη και ο άλλος κόσμος ζητάει ανελέητα «νέο αίμα».

Οταν είχε βγει το πρώτο φιλμ μιας εν δυνάμει saga στην οποία λίγοι θα στοιχημάτιζαν ότι θα είχε συνέχεια, είχαμε γράψει αυτό: Μοιάζει γραμμένο και γυρισμένο στον αυτόματο πιλότο, με όλα τα κλισέ της γνωστής συνταγή που θέλει όμορφους νέους ανθρώπους να πεθαίνουν τρομαχτικούς (όχι ιδιαίτερα gore) θανάτους. Σχηματικό σενάριο, προβλέψιμη εκτέλεση, ακόμα πιο προβλέψιμη η λίγο πριν το τέλος ανατροπή.

Πόσο ταιριαστό, οταν δύο χρόνια αργότερα θα μπορούσαμε να γράψουμε ακριβώς τα ίδια και αυτό να μην έχει καμία διαφορά αν αναφέρεται στην πρώτη ταινία, σε κάποιο ανούσιο σίκουελ ή στο εν λόγω πρίκουελ που ενώ ξεκινάει με καλούς οιωνούς καταλήγει ακριβώς εκεί που μπορείς να φανταστείς και χωρίς να το δεις καθόλου – που θα ήταν και μια κάποια σωτηρία από την ανία που σου προκαλεί για τουλάχιστον όλο το δεύτερο και ατελείωτο μέρος του.

Σαν να ξέρει ήδη πως η νέα μόδα είναι η «επιστροφή στα 70s» (βλ. το - κλάσεις ανώτερο - «Κάλεσμα 2» ), το πρίκουελ του «Ouija» επενδύει στη vintage σεβεντίλα και μέχρις ενός σημείου τα πάει (χμ) περίφημα, αφού σε βάζει στο τριπάκι της μικρής κόρης μιας μόνης μητέρας που βλέπει τα πνεύματα ενός στοιχειωμένου σπιτιού και γίνεται εξπέρ στο «Ouija» αποσπώντας δολάρια από διάφορες απελπισμένες πιστές του μεταφυσικού. Μέχρι εκεί.

Στη συνέχεια απλά καλείστε να αγνοήσετε τη σαθρή ψυχολογική υπόσταση των ηρώων: τον πατέρα που πέθανε και άφησε τα κορίτσια σε παροξυσμό και τη μάνα σε κατάσταση «δεν ξέρω που παν τα τέσσερα αλλά μην με πιέζετε και πολύ γιατί θα κρασάρω». Καλείστε επίσης να αδιαφορήσετε μπροστά στην παντελή έλλειψη σχολικών συμβούλων, κοινωνικών λειτουργών και λοιπών ανθρώπων με ευαισθησία που δεν αναρωτιούνται πως μια μάνα δε στέλνει το παιδί της στο σχολείο αλλά το κρατάει τα πρωινά για επαναληπτικές συνεδρίες με το υπερπέραν.

Αν ζείτε, μετά από την δεν ξέρουμε ποια φορά στο σύγχρονο σινεμά ένα μικρό παιδί κυριεύεται από ένα πνεύμα, τότε μπορεί και να διασκεδάσετε με το πόσα κλισέ αραδιάζονται σε μια ταινία μιάμισης ώρας χωρίς να προσθέτουν τίποτα σε ότι έχετε δει ή νιώσει σε δεκάδες άλλες (καλύτερες ή χειρότερες) ταινίες. Και, τελικά μπορεί και να γελάσετε με το πόσο «ό,τι να ναι» ολοκληρώνεται η ιστορία εδώ, σε μια ανούσια, βαρετή και τελικά μόνο ενδιαφέρουσα λόγω παιδικής horror πορνογραφίας ιστορία που μοίαζει ίδια είτε είστε στην αίθουσα είτε σας την περιγράφει κάποιος – αρκετά πιο σύντομα και λυτρωτικά στη δεύτερη περίπτωση, είναι η αλήθεια.

Ισως είναι άδικο να συγκρίνεις οποιαδήποτε ταινία με κάποια άλλη επειδή ανήκουν (εκβιαστικά) στο ίδιο είδος αλλά δεν είναι δυνατόν να υπάρχει το «Don’t Breathe» στις αίθουσες και εμείς να ασχολούμαστε με τραπεζάκια που καλούν νεκρούς... Το επιτραπέζιο στο ράφι, τώρα.