Ο Βαγγέλης είναι ένας παραδοσιακός Κρητικός οικογενειάρχης παντρεμένος με τη Λίνα. Δυστυχώς δεν μπορεί να χαρεί τη γυναίκα του, μέσα στο ίδιο του το σπίτι, αφού μαζί τους μένει η γεροντοκόρη και εκκεντρική αδερφή του Ευτυχία. Ο μόνος τρόπος για να φύγει η Ευτυχία από το σπίτι και να την ξεφορτωθεί μια για πάντα είναι να την παντρέψει. Ποιος όμως θα είναι ο ήρωας που θα δεχθεί να παντρευτεί την Ευτυχία; Αναζητώντας τον κατάλληλο γαμπρό, ο Βαγγέλης καταλήγει σ’ένα συνεργάτη του, τον Μένη. Ο Μένης είναι ένας άνδρας στο χείλος της καταστροφής, χτυπημένος από την οικονομική κρίση και ίσως ο μόνος που θα μπορούσε να κάνει την θυσία. Και ενώ το προξενιό δείχνει να έχει πάρει το δρόμο του, εμφανίζεται ένας δεύτερος γαμπρός που διεκδικεί την Ευτυχία, ο Κούλης.

Θα είχε ενδιαφέρον να αρχίσει κανείς τις συγκρίσεις με τη διάσημη κωμωδία του 1962 που βασίζεται στη θεατρική επιτυχία των Τσιφόρου - Βασιλειάδη, που αν όχι για οτιδήποτε άλλο όλοι θυμούνται για την ατάκα του Αυλωνίτη με την... Πελοπόννησο.

Μόνο που το ριμέικ του Στράτου Μαρκίδη δεν σου αφήνει κανένα περιθώριο για οτιδήποτε κινηματογραφικό, ήδη από τα πρώτα προχειροφτιαγμένα και κακόγουστα δευτερόλεπτα του.

Δεν μιλάει κανείς για σοβαροφάνεια – άλλωστε το θέμα μας είναι μια χαριτωμένη κωμωδία ηθών που μεταφέρει την επικαίρη τότε, ανεπίκαιρη σήμερα ιστορία και κριτική της χωρίς καμία επιμέλεια (σεναριακή, σκηνοθετική, καλλιτεχνική μοιάζουν λέξεις άγνωστες εδώ), εκτός αν το «pitch» ήταν το αν η Χρύσα Ρώπα είναι η νέα Γεωργία Βασιλειάδου (δεν είναι, για να είμαστε ξεκάθαροι).

Και επίσης δεν έχει φυσικά κανείς υψηλές απαιτήσεις από έναν σκηνοθέτη που επένδυσε – να το πούμε, τη στιγμή που βρήκε πρόσφορο έδαφος – σε φτηνές (σεξο)κωμωδίες τύπου «I Love Καρδίτσα» και «Λάρισα Εμπιστευτικό» φέρνοντας πίσω στη μόδα τις βιντεοταινίες του ’80 με τα σχολικά ανέκδοτα, τις σαχλές ντοπιολαλιές και τα ενισχυμένα μπούστα των πρωταγωνιστριών του.

Επιβεβαιώνοντας απλώς τη φήμη του, ο Μαρκίδης συγκεντρώνει πάλι ένα ensemble από εντελώς ακαθοδήγητους κωμικούς που δεν έχουν ιδέα τι θα πει σινεμά και πατώντας πάνω σε ένα σενάριο γραμμένο στο πόδι - χωρίς καμία διάθεση να μεταφέρει κάτι από την παλιά κωμωδία στο σήμερα, εξαπολύει ένα θρίαμβο του κακού γούστου σε μια «αρπαχτή» που ναι, δυστυχώς μπορεί και να φέρει κόσμο στις αίθουσες.

Κακοσκηνοθετημένο ή μάλλον μη σκηνοθετημένο, με κοστούμια και περούκες που μοιάζουν ψωνισμένα από καλάθια, με χιούμορ δημοτικού (ο «λούτσος» είναι μόνο ένα από αυτά...) και με μια κατάφωρη σεξιστική αύρα που δεν εξαντλείται μόνο στα close ups στο μπούστο της Μπέσυ Μάλφα, το ριμέικ του Μαρκίδη κορυφώνεται ως «τόσο κακό που δεν το πιστεύεις» στον τρόπο με τον οποίο παίζουν οι Ρώπα, Αποστολάκης, Ευριπιώτης, Τσιμιτσέλης, Μάλφα και Γερονικολού – σαν να τους είπαν πως «πάμε πρόβα» και δεν τράβηξαν ποτέ δεύτερη λήψη.

Υπάρχουν στιγμές που νιώθεις να ντρέπεσαι, όχι φυσικά για το βέβηλο του πράγματος, ούτε για το πως ας πούμε η Χρύσα Ρώπα πιστεύει ότι μπορεί να φέρει στη φιλμογραφία (;) της μια καρικατούρα αλά Γεωργία Βασιλειάδου χωρίς καμία ενοχή, αλλά κυρίως για το πως σε σκοτεινές εποχές όπως αυτή που ζούμε, θριαμβεύει πάντα το κακό. Ναι, αυτή τη φορά μεγαλύτερο και από την Πελοπόννησο.