Το «Ο Θεός Αγαπάει το Χαβιάρι», είναι η ιστορία του Ιωάννη Βαρβάκη, ο οποίος από πειρατής του Αιγαίου Πελάγους, φτάνει στην Αυλή της Μεγάλης Αικατερίνης της Ρωσίας, απλώνεται στις ακτές της Κασπίας Θάλασσας και καταλήγει στην διχασμένη από εμφύλιες διαμάχες Ελλάδα, κατά την επανάσταση του 1821. Κατά την παραμονή του στην Ρωσία, εξελίσσεται σε ζάμπλουτο εξαγωγέα χαβιαριού. Η υπέρμετρη φιλοδοξία του τον φέρνει αντιμέτωπο με απανωτές συμφορές, μέχρι που αποφασίζει να χαρίσει όλη του την περιουσία και στο τέλος τον ίδιο του τον εαυτό στο όνομα της αγάπης.

Πριν ο Ιωάννης Βαρβάκης μεταμορφωθεί σε εθνικό ευεργέτη, μοιάζει να έζησε μια σειρά από διαφορετικές ζωές. Πειρατής στο Αιγαίο, έμπιστος της Αικατερίνης της Ρωσίας, πλούσιος έμπορος χαβιαριού με αποκλειστικά δικαιώματα στη διακίνησή του. Ταξιδιώτης, ονειροπόλος, άνθρωπος του κόσμου, γύρισε πίσω στην Ελλάδα για να στηρίξει την επανάσταση εναντίον των Τούρκων και να γνωρίσει μια μοίρα που δεν ήταν αυτή που κανείς θα περίμενε.

Η ιστορία του είναι όντως περιπετειώδης, μια διαδρομή ικανή να δώσει μια ταινία συναρπαστική, γεμάτη ανατροπές και συναισθηματικές αναταράξεις, τις οποίες βλέποντας το φιλμ αισθάνεσαι ότι θα έπρεπε να νιώθεις, αλλά που δυστυχώς την περισσότερη ώρα, πολύ απλά δεν είναι εκεί.

Το σενάριο ακολουθεί την ιστορία του μέσα από την αφήγηση του πρώην υπηρέτη του Ιβάν, σε μια ομάδα παιδιών στην παραλία της Ζακύνθου, λίγο πιο μακριά από το σανατόριο στο οποίο ο γερασμένος πλέον Βαρβάκης είναι έγκλειστος αφού πάσχει υποτίθεται, από μια μολυσματική ασθένεια.

Η ζωή του ξετυλίγεται με το ύφος ενός παραμυθιού από τον Εβγκένι Στίτσκιν, που δίνει μια ζωντανή, πειστική ερμηνεία, αλλά όταν το φιλμ κοιτάζει πίσω στην ιστορία του Βαρβάκη, κάθε ζωντάνια μοιάζει να στερεύει. Το φιλμ μοιάζει υπερβολικά «καθώς πρέπει», άνευρο στον τρόπο με τον οποίο ξετυλίγει την ιστορία, αμήχανο στον χειρισμό των ηρώων του, κουραστικά πομπώδες, εντελώς παλιομοδίτικο στην κινηματογραφική του γλώσσα.

Και δυστυχώς ακόμη κι αν αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου «που τολμούσε να ονειρεύεται», η ταινία δεν κατορθώνει να αποδώσει το μέγεθος των ονείρων που περιγράφει. Δεν ξεχειλίζει ορμή και ζωή όπως θα έπρεπε, μοιάζει τεχνητή, με τον ίδιο τρόπο που τα ρούχα των ηρώων μοιάζουν να έχουν φορεθεί για πρώτη φορά την μέρα των γυρισμάτων, τα σπίτια και τα παλάτια του φιλμ μοιάζουν να μην έχουν κατοικηθεί, ή μια σημαία σε μια βρετανική βάρκα, μοιάζει ατσαλάκωτη και πεντακάθαρη αντί για θαλασσοδαρμένη και βρώμικη.

Εκεί που πετυχαίνει, είναι στην επιλογή του Σεμπάστιαν Κοχ για τον κεντρικό ρόλο, αφού ο Γερμανός ηθοποιός έχει το ταλέντο, το εκτόπισμα και την γοητεία να στηρίξει τον χαρακτήρα, ακόμη κι αν οι μεγαλόσχημοι μα κούφιοι διάλογοι δεν βοηθούν. Τουλάχιστον ο Βαρβάκης του Κοχ, αφήνει το σημάδι του στην ταινία, αντίθετα από τους υπόλοιπους ηθοποιούς (ακόμη κι αυτούς σαν την Κατρίν Ντενέβ ή τον Τζον Κλιζ) που υποδύονται μηχανικά, σχηματικούς, μονοδιάστατους χαρακτήρες.

Και δυστυχώς, ακόμη κι αν το «O Θεός Αγαπάει το Χαβιάρι» είναι μια φιλόδοξη απόπειρα για ένα σινεμά «μεγάλων διαστάσεων», ποντάρει περισσότερο απ ότι θα έπρεπε στο μέγεθος της παραγωγής του, παραμελώντας αδικαιολόγητα πράγματα που μπορεί να μην είναι εξίσου «θεαματικά» μα παραμένουν απολύτως απαραίτητα για μια ταινία που στοχεύει σε κάτι παραπάνω από τον αυτοχαρακτηρισμό της ως «επική».