Στο Λονδίνο του 18ου αιώνα, ο Γκουϊνπλέν, ένας νεαρός άνδρας με παραμορφωμένο πρόσωπο, το οποίο τον κάνει να φαίνεται ότι χαμογελά συνεχώς, θα ενταχθεί σε έναν περιοδεύοντα θίασο. Το μόνιμα χαραγμένο χαμόγελο, αντικείμενο εκδίκησης από τον βασιλιά, σύντομα θα τον κάνει φίρμα του τσίρκου, όμως γι αυτόν το πιο σημαντικό πράγμα είναι ο έρωτας του με την τυφλή Ντέα. Σε μια αυστηρά δομημένη κοινωνία με τον λαό εξαθλιωμένο, άβουλο και χωρίς ελπίδα αντίστασης, ο άνθρωπος που γελά, τολμά να παρουσιάσει την τραγικότητα της θέσης του και της τάξης του και να κραυγάσει για την κοινωνική αδικία.
Εχοντας αποδείξει δυο χρόνια νωρίτερα, με το (υποτιμημένο στην Ελλάδα) «Ανώνυμοι Ρομαντικοί», ότι μπορεί να χειριστεί το φανταστικό και το ρομαντικό με λεπτότητα και φινέτσα, ο Ζαν-Πιερ Αμερί ξεχνά τα πλεονεκτήματά του και καταπιάνεται με την κλασική ιστορία του Ουγκό με αφέλεια και τάση προς τα κλισέ.
Στο πρώτο της μέρος, όταν ακόμα οι δυο κεντρικοί ήρωες είναι παιδιά, η ταινία κινείται σκηνοθετικά με μια αφαιρετικότητα και αγριάδα που την κάνει ενδιαφέρουσα. Το ύφος της αλλάζει όταν η ιστορία μεταφέρεται στη μεγάλη πόλη, όπου η έμφαση πέφτει περισσότερο στο σκηνικό του τσίρκου και την ατμόσφαιρα του τρομακτικού παραμυθιού. Οι υπόγειες ανησυχίες και τα κατηγορώ του Ουγκό, ο πολιτικός λόγος ενάντια στην άρχουσα τάξη, το καταραμμένο ρομάντζο κι ο διχασμένος ήρωας που παραπέει ανάμεσα στην αγάπη και τη διασημότητα ισοπεδώνονται σε παραφορτωμένες σκηνές χωρίς ψυχή.
Τόσο ο Μαρκ-Αντρέ Γκροντέν, όσο και ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ φτιάχνουν από τους σχηματικούς ρόλους τους χαρακτήρες που αποκτούν ένα βάρος, τόσο στη θεατρική σκηνή μέσα στο φιλμ, όσο και στην ταινία, ο πρώτος επιμένοντας στη σκοτεινά ρομαντική του πλευρά, ο δεύτερος ικανός για μια αντίστοιχη ερμηνεία ακόμα και στον ύπνο του. Η Εμανουέλ Σενιέ περιφέρει τον αισθησιασμό της με άνεση, αλλά η νεαρή Κρίστα Τερέ υποδύεται την Ντέα με κακοπαιγμένη γραφικότητα. Στην πολλοστή μεταφορά του στο σινεμά, το μυθιστόρημα του Ουγκό κρατά το... τελευταιό γέλιο για τον εαυτό του.