Στη Χιλή, στην έρημο Ατακάμα, σε τρεις χιλιάδες πόδια υψόμετρο, αστρονόμοι από όλον τον κόσμο συγκεντρώνονται για να παρατηρήσουν τα αστέρια. Ο ουρανός της ερήμου είναι τόσο διαυγής ώστε τους επιτρέπει να βλέπουν τα όρια του σύμπαντος. Πρόκειται, επίσης, για ένα μέρος που η σκληρή θερμότητα του ήλιου «πέφτει» πάνω στην ανθρώπινη υπόσταση, η οποία παραμένει άθικτη: στις μούμιες, τους ανθρακωρύχους και τους εξερευνητές. Οπως και στους πολιτικούς κρατουμένους της δικτατορίας... Κι ενώ οι αστρονόμοι εξετάζουν τους πιο μακρινούς γαλαξίες σε αναζήτηση εξωγήινης ζωής, ελάχιστα πιο κάτω από τα παρατηρητήρια, οι γυναίκες σκάβουν μες στην έρημο σε αναζήτηση αγνοούμενων συγγενών τους.

Από την εξαφάνιση των ιθαγενών κατοίκων μέχρι τις συνθήκες δουλείας των εργαζομένων στα ορυχεία του 19ου αιώνα και τις μαζικές δολοφονίες του καθεστώτος Πινοσέτ τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, το παρελθόν της Χιλής είναι γεμάτο ανοιχτές πληγές που το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων της θα προτιμούσε να ξεχάσει μια για πάντα. Επωμιζόμενος εδώ και δεκαετίες με το έργο του το δύσκολο καθήκον να κρατήσει ζωντανή τη συνείδησή τους, ο σκηνοθέτης Πατρίσιο Γκουζμάν (που πιο πρόσφατα μας έδωσε το «Μαργαριταρένιο Κουμπί») σκαλίζει για μια ακόμα φορά το επώδυνο αυτό παρελθόν με ενοχλητική επιμονή, όχι όμως με ένα συμβατικό σινεμά καταγγελίας ή ένα ντοκιμαντέρ ρεπορταζιακού ύφους αλλά με ένα φιλόδοξο φιλμ ποιητικής ατμόσφαιρας αλλά ξεκάθαρα πολιτικού –με την ευρύτερη έννοια– χαρακτήρα.

Για να το επιτύχει αυτό στρατοπεδεύει στις αφιλόξενες εκτάσεις της ερήμου Ατακάμα, ενός από τα πιο άνυδρα μέρη στον κόσμο, με ιδανικές συνθήκες για την παρατήρηση των άστρων αλλά και για τη διατήρηση των σωμάτων που θάβονται κάτω από την αλμυρή επιφάνειά της. Εκεί, καθώς οι αστρονόμοι σε ένα από τα μεγαλύτερα τηλεσκόπια του κόσμου ψάχνουν απαντήσεις στα μυστήρια του σύμπαντος, αρχαιολόγοι ακολουθούν τα ίχνη αρχαίων πολιτισμών, ενώ όχι πολύ μακριά μερικές ηλικιωμένες γυναίκες αναζητούν ακόμα, εδώ και δεκαετίες, τα απομεινάρια των συγγενών τους, θυμάτων της δικτατορίας του Πινοσέτ.

Η σχεδόν σουρεαλιστική όσο και νοσηρή αυτή αντιπαράθεση ανάμεσα στις εικόνες μακρινών γαλαξιών που προκαλούν δέος και τα ανατριχιαστικά στιγμιότυπα θρυμματισμένων ανθρώπινων οστών και μουμιοποιημένων σωμάτων αποτελεί για τον Γκουζμάν αφορμή για έναν πολυεπίπεδο και ποιητικό στοχασμό πάνω στην ίδια την αντίφαση του ανθρώπινου είδους και μιας κοινωνίας που προτιμά να στρέφει το βλέμμα στον ουρανό από το να αναγνωρίσει μια και καλή τα ίδια της τα λάθη.

Η ανορθόδοξη διαδρομή που ακολουθεί ο Γκουζμάν είναι διαδοχικά μαγευτική, αποκρουστική όσο και εξαιρετικά δύσβατη, καθώς δεν είναι λίγες οι φορές που οι συνειρμοί του μοιάζουν ελαφρώς αυθαίρετοι στην προσπάθειά του να συνδέσει φιλοσοφία και πολιτική σε ένα μείγμα που δεν διστάζει να απομακρυνθεί από τις ασφαλείς περιοχές του σινεμά τεκμηρίωσης. Ομως το εύρος της φιλοδοξίας του και η συγκινησιακή του δύναμη είναι τέτοια που δεν μπορείς παρά να υποκλιθείς σε αυτή την αδιάκοπα ευρηματική, αφηγηματικά και αισθητικά περιπετειώδη δημιουργία για το βάρος της ιστορικής μνήμης και την επιτακτική ανάγκη για την αναζήτηση της αλήθειας όσο μακριά ή κοντά κι αν βρίσκεται αυτή: σε μακρινούς γαλαξίες ή λίγα μόνο εκατοστά κάτω από τα πόδια μας.