H ομίχλη τον Αύγουστο είναι ένα σπάνιο φαινόμενο. Μια πρωτότυπη ταινία για το Ολοκαύτωμα είναι ακόμα πιο σπάνιο.

Η μεγαλύτερη κτηνωδία του προηγούμενου αιώνα έχει αποτυπωθεί τόσες φορές στη μεγάλη οθόνη, που κάθε νέα ταινία με το θέμα αυτό έχει να αντιμετωπίσει όχι μόνο το σκόπελο της επανάληψης, αλλά και τη σύγκριση με όλες τις σπουδαίες δημιουργίες που έχουν καταπιαστεί με το θέμα αυτό, από το πολύωρο «Shoah» μέχρι τον πιο πρόσφατο «Γιο του Σαούλ», που κατάφεραν πραγματικά να μεταδώσουν στο θεατή τη φρίκη των εγκλημάτων της ναζιστικής Γερμανίας.

Το «Ομιχλη τον Αύγουστο» του Κάι Γέσελ βασίζεται στο ομώνυμο ιστορικό μυθιστόρημα του Ρόμπερτ Ντόμες, το οποίο με τη σειρά του βασίστηκε στην πραγματική ιστορία του 13χρονου Ρομά Ερνστ Λόσα, και προσπαθεί να ρίξει φως σε μια λιγότερο γνωστή πτυχή της ναζιστικής θηριωδίας, το διαβόητο σχέδιο Aktion T4, ένα πρόγραμμα ευθανασίας χιλιάδων (υπολογίζονται πάνω από 200.000 θύματα, 5000 εκ των οποίων παιδιά) ανάπηρων, διανοητικά καθυστερημένων, φιλάσθενων και ατόμων με ειδικές ανάγκες, το οποίο εκτελέστηκε με απόλυτη μυστικότητα κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου σε νοσοκομεία και σανατόρια της Γερμανίας. Ο ορφανός από μητέρα Ερνστ θα νοσηλευτεί στην ψυχιατρική πτέρυγα ενός τέτοιου νοσοκομείου, όχι επειδή αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας, σωματικά ή ψυχικά, αλλά επείδή ο πατέρας του δεν έχει σταθερή κατοικία (αυτή είναι η επίσημη δικαιολογία του καθεστώτος) κι επειδή έχει προκαλέσει διάφορα προβλήματα με την επαναστατική του συμπεριφορά στα διάφορα σοφρωνιστικά ιδρύματα στα οποία έχει εισαχθεί. Ανάμεσα στις νοσοκόμες και τα άλλα παιδιά του νοσοκομείου ο Ερνστ θα νιώσει ψήγματα θαλπωρής και φροντίδας, θα δημιουργήσει φιλίες, αλλά σύντομα θα ανακαλύψει με τρόμο ότι πίσω από αυτή την επίφαση ηρεμίας και ασφάλειας μακριά από το ταραχώδες κλίμα του πολέμου, κρύβεται ένα φονικό και θανάσιμο μυστικό, ενορχηστρωμένο στην εντέλεια από τον διευθυντή του νοσοκομείου καθηγητή Βάιτχάουζεν και το υπόλοιπο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό.

Ο Γέσελ γνωρίζει ότι έχει στα χέρια του ένα πάρα πολύ σοβαρό θέμα, το οποίο μάλιστα λόγω της καταγωγής του προσθέτει ακόμα περισσότερο βάρος στους άπειρους κινηματογραφικά ώμους του, και πέφτει από την αρχή θύμα της σοβαροφάνειας και του ακαδημαϊσμού, παραδίδοντας ένα έργο στρωτό μεν και καλογυρισμένο, αλλά στην τελική ανιαρό, προβλέψιμο και διεκπεραιωτικό. Η αποστασιοποιημένη σκηνοθεσία του εμποδίζει τη συναισθηματική εμπλοκή του θεατή, ενώ η υπαινικτική κινηματογράφηση των φρικτών εγκλημάτων που διαδραματίζονται στους χώρους του νοσοκομείου αντί να προκαλεί περισσότερο αποτροπιασμό, στερεί από την αφήγηση τη δυνητική δραματουργική της δύναμη. Σ΄αυτή την αίσθηση συναισθηματικής ψυχρότητας συνδράμει και το σενάριο του Χόλγκερ Κάρστεν Σμιντ, το οποίο αγγίζει επιδερμικά τις ιστορίες των τροφίμων και μελών του προσωπικού, χωρίς όμως να καταφέρνει να δώσει μια ολοκληρωμένη εικόνα των χαρακτήρων κι αφήνοντας ανεκμετάλλευτες τις φιγούρες του νεαρού Ερνστ που γνωρίζει από κοντά τη γεναλογία του Κακού, όσο και του καθηγητή Βάιτχάουζεν που στο όνομα της επιστήμης και της φυλετικής καθαρότητας προδίδει τα ιδανικά του λειτουργήματος που υπηρετεί.

Αντιθέτως, εύσημα αξίζουν στη φωτογραφία του Χάγκεν Μπογκντάνσκι, η οποία παίζει με το αυγουστιάτικο φως και το έρεβος των σκοτεινών διαδρόμων όπου διαπράττονται σιωπηλά τα εγκλήματα, ενώ καταφέρνει να αποτυπώσει όλες τις γκρίζες ζώνες της ηθικής μέσα στις οποίες ο νεαρός Ερνστ θα πάρει το πιο οδυνηρό μάθημα για την κακία που ελλοχεύει στην ανθρώπινη φύση. Ο ίβο Πιέτζκερ, στο δεύτερο ρόλο του μετά την αποκαλυπτική ερμηνεία στο προ τριετίας Jack του Έντουαρντ Μπέργκερ, είναι για μια ακόμα φορά το πιο δυνατό ατού της ταινίας (αν και δεν πείθει εμφανισιακά για Ρομά), αφού διαθέτει την υποκριτική αμεσότητα να μεταδώσει στο θεατή το δράμα της απώλειας της αθωότητας κάτω από τόσο φρικιαστικές συνθήκες, ενώ από την άλλη ο Σεμπάστιαν Κοχ στέκεται μάλλον αμήχανος απέναντι στο ρόλο του καθηγητή Βάιτχάουζεν, αντανακλώντας την ίδια την αμηχανία της αντιμετώπισης του ήρωα που υποδύεται από το σεναριογράφο και το σκηνοθέτη.

Με σημειολογικό και συνασθηματικό βάρος μεγαλύτερο από αυτό που σήκωσε τελικά ο σκηνοθέτης της, το «Ομίχλη τον Αύγουστο» θα μπορούσε να ειναι μια πραγματικά αξιομνημόνευτη ταινία για το Ολοκαύτωμα, χάνεται ωστόσο μέσα στη θολή της διεκπεραιώση και χωρίς να είναι ποτέ κακή γίνεται μια ακόμα ταινία για το Ολοκαύτωμα, χρήσιμη και με εγκυκλοπαιδική αξία, αλλά άνευρη και άτολμη. Εγείρει όμως μερικά πολύ ενδιαφέροντα και πάντα καίρια ηθικά ζητήματα κι αυτός είναι ο (μοναδικός) λόγος για τον οποίο αξίζει να την ανακαλύψετε.