Βουδαπέστη 1880. Δύο δίδυμα κορίτσια γεννιούνται σε μία φτωχική καλύβα. Ορφανεύουν όταν είναι ακόμα μικρές και για να επιβιώσουν πουλούν σπίρτα και ζητιανεύουν στους παγωμένους δρόμους της πόλης. Ενα βράδυ απάγονται και υιοθετούνται χώρια σε διαφορετικές οικογένειες. Η μία μεγαλώνει στα πλούτη και η άλλη ταπεινά. Είκοσι χρόνια μετά, παραμονή Πρωτοχρονιάς του νέου αιώνα, βρίσκονται και οι δύο σε διαφορετικά βαγόνια του Οριάν Εξπρές. Στην πρώτη θέση, η Ντόρα, μια ψευτοαριστοκράτισσα τυχοδιώκτρια, επιχειρεί να σαγηνεύσει το επόμενο ευκατάστατο θύμα της και να συνεχίσει να περνά μία ζωή στα πλούτη και τα δώρα. Στην τρίτη θέση, η Λίλι, μια αναρχική επαναστάτρια, παίρνει ένα πακέτο κι αποδέχεται μία αποστολή: να κουβαλήσει τη βόμβα που θα δολοφονήσει τον Υπουργό Εσωτερικών. Στο δρόμο και των δύο θα βρεθεί ο μυστηρώδης Ζ - ένας γοητευτικός ταξιδιώτης που είναι κι ο δικός μας ξεναγός σ' ένα μωσαϊκό ιστορικών ανακαλύψεων, κινημάτων, ιδεών που σαρώνουν την ανθρωπότητα στην αυγή του νέου αιώνα - από την παρουσίαση του πρώτου ηλεκτρικού λαμπτήρα, μέχρι την επανάσταση του σινεμά, του τηλέγραφου, τη βιομηχανοποίηση των μητροπολιτικών κέντρων, τη γέννηση ιδεολογικών κινημάτων και τις άνισες συνέπειες που έφεραν όλα αυτά στον κοινωνικό και πολιτικό ιστό. Οι δύο γυναίκες θα αντιδράσουν διαφορετικά στο άγγιγμα και το πέρασμα του Ζ, οι δύο αδελφές θα μπουν διαφορετικά στον 20ο αιώνα.
Το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Ουγγαρέζας Ιλντικο Ενιέντι («Η Ψυχή και το Σώμα») έκανε την πρεμιέρα του στις Κάννες το 1989 στο τμήμα «Ενα Κάποιο Βλέμμα», όπου κέρδισε τη Χρυσή Κάμερα. Η Ενιέντι έδωσε κατευθείαν το στίγμα της και ξεχώρισε από το ανατολικοευρωπαϊκό σινεμά της εποχής για το φρέσκο, ευφάνταστο και τολμηρό τρόπο της κινηματογραφικής φόρμας της. «Ο 20ός μου Αιώνας» είναι ένα μαυρόασπρο καλειδοσκοπικό βλέμμα στα επιτεύγματα και την τεχνολογική ανάπτυξη του ανθρώπου, αλλά και τις αρρώστιες του εκμοντερνισμού - το εύρημα των δίδυμων αδελφών απεικονίζει τις διαφορετικές συνέπειες, επιρροές και αντιδράσεις που είχε αυτή η πρόοδος.
Ολα στην ταινία είναι δυάδες: η σεξουαλική αντικειμενοποίηση της Ντόρα και ο φεμινισμός της Λίλι, η μπουρζουαζία και το προλεταριάτο, η Ανατολή και η Δύση, το παρελθόν και το μέλλον, το φως και το σκοτάδι, ο άντρας και η γυναίκα, η πραγματικότητα και η φιξιόν. Η Ενιέντι δεν παίρνει απαραίτητη θέση - δεν δαιμονοποιεί τις επιλογές των ηρωίδων της, απλά παρακολουθεί πώς η κάθε μία είναι αποτέλεσμα των ευκαιριών και των αποφάσεών της. Ταυτόχρονα όμως, δίνει μία σαφή ταξική διάσταση σε όλα όσα συμβαίνουν, ενώ παρατηρεί με φεμινιστική προδιάθεση την πορεία της γυναίκας μέσα στο χρόνο - το δικαίωμά της στην ταυτότητα, το στοχασμό, την πολιτική, τη σεξουαλικότητα, την ευτυχία.
Οσο όμως στην οθόνη περνά από μπροστά μας ένα πυκνό κολάζ ιστορικής πληροφορίας, επιστημονικής τεκμηρίωσης και σινεφίλ αναφορών, η Ενιέντι δεν μοντάρει ούτε με σοβαροφάνεια ούτε με βαριά πρόθεση τα νοήματά της. Υπάρχει ελαφρότητα, χιούμορ και σε στιγμές σουρεαλισμός (η συζήτηση στον ζωολογικό κήπο με έναν χιμπατζή θα σας πείσει) σαν να πρόκειται για μαυρόασπρη ταινία ενός σινεμά του τότε (αν ήταν και βωβή θα έδενε απόλυτα). Μην περιμένετε όμως μία γραμμική δραματουργική αφήγηση, ούτε τη συγκίνηση του «Η Ψυχή και το Σώμα». Εδώ το στιλ είναι πιο χαοτικό, πειραματικό κι άναρχο.
Και κάτι τελευταίο. Η πρόθεση της Ενιέντι να ανοίξει τον διάλογο αλλά να μη χαρακτηρίσει ως θετική ή αρνητική την εξέλιξη του ανθρώπου φαίνεται κι από τον τίτλο. Η κτητική αντωνυμία δεν είναι τυχαία: υποδηλώνει την προσωπική ευθύνη, τη θέση και τη στάση του καθενός απέναντι σε όσα φέρνει η επέλαση του χρόνου. Οπως επίσης και τη δική της υπογραφή, την υποκειμενική κινηματογραφική της ανάγνωση. Το σινεμά προτείνει αυτό ακριβώς: αναγνώσεις. Κι ο κάθε θεατής μπορεί να αποδομήσει και να επανασυνθέσει το δικό του αφήγημα. Ανάλογα με τις αποσκευές που κουβαλά κι ο ίδιος τον αιώνα που ζει.