Ενας Γάλλος γιατρός μετρά και καταγράφει τα χαρακτηριστικά μιας σκουρόχρωμης γυναίκας. Η εξέταση γίνεται με μια κλινικότητα σκληρή, σχεδόν προσβλητική για το υποκείμενο, το οποίο υπομένει τα «ευρήματα» του γιατρού με ένα βλέμμα φόβου και περιφρόνησης μαζί. Ο γιατρός δεν έχει ακριβώς εντοπίσει τις εθνικές ρίζες της. «Είναι εβραϊκής καταγωγής, μπορεί αρμένικης, ίσως και αραβικής», καταλήγει, με τη νοσοκόμα δίπλα του να σημειώνει το πόρισμα. Είναι η πρώτη σκηνή του «Κυρίου Κλάιν», αυτή που αμέσως βάζει το πρώτο ζήτημα σε τούτο το σύνθετο αριστούργημα –το βιολογικό/φυλετικό.

Στην επόμενη σκηνή, ένας άντρας μετρά, αυτός, τις προδιαγραφές ενός πίνακα μιλώντας με τον πελάτη του. Τη φωνή του ακούμε από μακριά, δια της ερωμένης του που καλλωπίζεται σ’ ένα πολυτελές μπάνιο. Είναι ο ομότιτλος κύριος, έμπορος έργων τέχνης, που αγοράζει για ένα κομμάτι ψωμί πίνακες που θέλουν να ξεφορτωθούν Εβραίοι στο Παρίσι του 1942 για να μπορέσουν να διαφύγουν. Η κοψιά του, αγγλοσαξονικότατη. Πρόσωπο τετραγωνισμένο, μάτια γαλάζια. Περιβολή αριστοκράτη, που ζει σε ωραίο διαμέρισμα, προστατευμένο (νομίζει) απ’ ότι συμβαίνει έξω από την πόρτα του. Κι εδώ, στο εύρος της εκτεταμένης σκηνής, μπαίνουν διαδοχικά το δεύτερο και το τρίτο ζήτημα, το πολιτιστικό/πολιτισμικό και το ταξικό/κοινωνικό.

Και τα τρία ζητήματα θα διαπλακούν αξεδιάλυτα από τη στιγμή που στο φαινομενικά προστατευμένο αυτό περιβάλλον θα «εισβάλλει» η ίντριγκα: ξεπροβοδίζοντας άλλον έναν πελάτη, ο Ρομπέρ Κλάιν θα παραλάβει μια εφημερίδα της εβραϊκής κοινότητας ταχυδρομημένη στο όνομά του. Κάτι που φυσικά ενδέχεται να τον βάλει σε μπελάδες. Έχει γίνει λάθος λόγω απλής συνωνυμίας; Προφανώς. Ο Κλάιν σπεύδει στην αστυνομία να το ξεκαθαρίσει. Όμως η εξακρίβωση τον οδηγεί στην περιέργεια, κι η περιέργεια στην εμμονή. Ποιος είναι αυτός ο «κλώνος» που παίζει με τη βολή και τη ζωή του; Όσο περισσότερο ψάχνει, τόσο πιο καχύποπτες γίνονται οι Αρχές του Βισί, οι στενά συνεργαζόμενες με τους Ναζί. Και τόσο κοντύτερα πλησιάζει ο ίδιος την άκρη της αβύσσου.

Ο Λόουζι στριφογυρίζει σαν ζογκλέρ και τα τρία ζητήματα αντιπαραβάλλοντας αδιάκοπα και τις δύο όψεις τους: τον ευγενή, ύποπτο εβραϊσμού Αλσατό Κλάιν με τον άσημο, δηλωμένο Εβραίο συνονόματο, το χλιδάτο διαμέρισμα του πρώτου με το βρώμικο, ποντικοφαγωμένο αχούρι του δεύτερου, την απολίτικη μακαριότητα του ενός με το αντιστασιακό μένος του άλλου, τους εργατικής τάξης Εβραίους με τους ομόφυλούς τους αριστοκράτες. Όλα αυτά, χωρίς στιγμή να δείχνει τον δράστη του εγκλήματος ταυτότητας, τον άγνωστο Κλάιν. Και ούτε καν κάποιον Ναζί: το φιλμ κατοικείται από Γάλλους αποκλειστικά, οπορτουνιστές και θύματα, καταδότες και προδομένους. Έτσι, για να μην ξεχνάμε πως η ενοχή είναι φόρτος που δεν αφορά μονάχα τους Γερμανούς.

Ωστόσο, αν και καθοριστικά στη συνειδησιακή πορεία του κυρίου Κλάιν, κανένα από τα τρία ζητήματα δεν αρκεί να διαγνώσει και τη μοίρα του. Ίσα-ίσα που το παιχνίδι του Λόουζι με το εθνικό-πολιτισμικό-κοινωνικό τρίπτυχο τελείται θαρρείς για να αποδειχθεί το ακριβώς αντίθετο: πως, σε τρικυμιώδεις εποχές όπου η επιλογή κρίνεται επιτακτική, και όπου και η αδιαφορία ακόμη λογίζεται ως επιλογή, κανένα εθνικοταξικό χαρακτηριστικό δεν μπορεί τελικά να προδιαγράψει την τύχη σου. Ο Κλάιν ενεπλάκη σε τούτο τον κυκεώνα παρά τα τσακίρικα μάτια, τα μεταξένια ρομπ-ντε-σαμπρ, την γαλλοκαθολική καταγωγή και τους ισχυρούς βισικούς φίλους του. Απλά από μια εφημερίδα που έφθασε σπίτι του. Και τον μετέτρεψε, από έναν βολεμένο μεγαλοαστό που αγαπά μόνο τον εαυτό του, σε έναν πανικοβλημένο ανθρωπάκο που τον κυνηγά.

Το σχήμα δεν είναι σκέτα μεταφορικό. Ο Κλάιν είναι συνένοχος στο έγκλημα που διαπράττεται τώρα εις βάρος του, κι αυτό είναι το βαρύτατο κόστος στην επιλογή που λέγαμε. Θα το καταλάβει μόλις στο εντελώς τελευταίο πλάνο. Όπου τα τρία ζητήματα θα συνοψιστούν σε ένα και μόνο, το υπαρξιακό, κι όπου σε υπαρξιακή τραγωδία θα καταλήξουν κι όλα τα είδη που αριστοτεχνικά διανύει η ταινία –από το πολεμικό δράμα και το θρίλερ μυστηρίου μέχρι το φιλμ νουάρ, το οποίο θυμάται με συνέπεια εδώ ο πρώην μελβιλικός «Σαμουράι» Αλέν Ντελόν (επίσης παραγωγός), σε έναν από τους πιο σοφά διαλεγμένους ρόλους της καριέρας του.