Ο Λι Γκέιτς είναι ένας celebrity οικονομικός αναλυτής - ένας παρλαπίπας entertainer που παρουσιάζει τη δημοφιλή τηλεοπτική εκπομπή «Money Monster». Aνάμεσα σε οικονομικές αναλύσεις για την άνοδο και πτώση των μετοχών και σε συμβουλές στους τηλεθεατές για το που να επενδύσουν τα χρήματά τους, ο Λι βγάζει στο πλατώ ημίγυμνα μπαλέτα και ραπάρει, ντύνεται ως μπόξερ, ως Φρεντ Αστέρ ή ως Βασιλιάς, χτυπάει κόρνες, πετάει μπάλες του μπάσκετ στις κάμερες και γενικότερα... σε πουλάει και σε αγοράζει. Σκηνοθέτης και παραγωγός του, από τον πρώτο χρόνο της τηλεοπτικής καριέρας του, η Πάτι Φεν, μία συνομήλική του επαγγελματίας που τον νταντεύει, τον φροντίζει και τον ανέχεται. Ομως ως εδώ. «Υπάρχουν κι άλλοι παρουσιαστές με προσωπικότητα 7χρονου δίπλα στους οποίους θα μπορούσα να κάνω μία νέα αρχή». Η Πάτι είναι έτοιμη να παραιτηθεί και να πάει στον ανταγωνισμό. Μόνο που το απόγευμα του τελευταίου live, οι ζωές τους αλλάζουν για πάντα. Ο 24χρονος Κάιλ εισβάλλει στο στούντιο την ώρα της εκπομπής, πιάνει τον Λι όμηρο, του φοράει ένα γιλέκο-βόμβα και εξηγεί στο τηλεοπτικό κοινό το γιατί: ακολουθώντας τις «συμβουλές» του, ο μεροκαματιάρης φορτηγατζής από το Νιου Τζέρσεϊ έχασε τα τελευταία 60.000 δολάρια των αποταμιεύσεων της οικογένειάς του. Ψίχουλα για τους κύκλους του Λι, αλλά όλο το μέλλον του Κάιλ. Ο νεαρός δε θέλει χρηματική αποζημίωση. Θέλει τον Λι, για πρώτη φορά στη ζωή του, να γίνει πραγματικός δημοσιογράφος. Να ερευνήσει γιατί οι μετοχές της εν λόγω «σίγουρης» εταιρείας βούτηξαν στο κενό μέσα σ' ένα βράδυ. Που κρύβεται ο διευθυντής της; Ποιος θα πληρώσει για το «λάθος» στο σύστημα;

Η Τζόντι Φόστερ σκηνοθετεί έναν Δούρειο Ιππο: με το πρόσχημα του ποπ-κορν θρίλερ ξεκινά έναν mainstream διάλογο που δεν λέει στ' αλήθεια κάτι φρέσκο, πρωτοποριακό ή βαθύ για τη σύνθετη παγκόσμια οικονοπολιτική μας κρίση. Ξεκάθαρα ο στόχος είναι να μπει στην αίθουσα η μάζα του ευρύ κοινού και να μείνει. Για αυτό το λόγο είναι χρήσιμα τα λαμπερά ονόματα στο καστ, για αυτό οι action υπερβολές εντυπωσιασμού, για αυτό οι μελοδραματισμοί, για αυτό το σήμα-κατατεθέν γοητευτικό χιούμορ του Κλούνεϊ. Τίποτα δεν έχει την ευφυία ενός πραγματικά ειλικρινούς δράματος, κανένας χαρακτήρας δεν ξεφεύγει από τα ευκολόπιοτα κλισέ, κανένα συμπέρασμα δε θα στοιχειώσει τον σκεπτόμενο θεατή όταν εγκαταλείψει την αίθουσα.

Ας κάνουμε όμως μία κόντρα σκέψη: πόσο ασήμαντο είναι, πολιτικά, να στοιχειώσει τον μη-σκεπτόμενο; Να του εμπνεύσει έναν, έστω πρώτου επιπέδου, προβληματισμό; Πόσο κακό ο στόχος να ήταν εξ αρχής ο ψηφοφόρος του Τραμπ, ο θεατής του Fox News, ο «πελάτης» μιας εκπομπής τύπου «Μoney Monster»;

Ακολουθώντας αυτό το συλλογισμό, καταλαβαίνει κανείς γιατί το σενάριο καλπάζει και δεν ανησυχεί όσο αφήνει τεράστιες τρύπες στη λογική (πώς κάποιος μπαίνει τόσο εύκολα σ' ένα στούντιο με μια βόμβα, πώς περπατούν στο κέντρο της Νέας Υόρκης με εκατοντάδες εκπαιδευμένους αστυνομικούς που δεν αντιδρούν), οι ήρωες δεν αποκτούν πραγματική ραχοκοκκαλιά (παρόλο που ο Κλούνεϊ έχει εκπαιδευτεί στο να κλέβει στιγμές με καταποντισμένα βλέμματα), οι διάλογοι ακούγονται είτε στομφώδεις είτε διασκεδαστικοί (αλλά τίποτα στο ανθρώπινο ενδιάμεσο) και η κάθαρση του τέλους κατεβαίνει σα γουλιά αναψυκτικού που σβήνει την αρμύρα του σνακ σου.

Κι όμως η Τζόντι Φόστερ έχει αφήσει μερικές πινελιές της προσωπικής της παρατήρησης. Στιγμές που πρέπει να κοιτάξεις πολύ προσεχτικά για να μη τις χάσεις: ο τρόπος που παρατηρούν οι μαύροι εργάτες στο σταθμό των λεωφορείων την αδικία που διαδραματίζεται στις οθόνες τους κόντρα στο πώς χαζεύουν τα δρώμενα οι λευκοί γιάπηδες στα sports bar. Οταν το καπιταλιστικό σύστημα επιβιώσει, οι λευκοί επιστρέφουν στα ποτά τους, ενώ οι μαύροι παραμένουν αμίλητοι, μελαγχολικοί, σαν να τους επαληθεύτηκε απλώς μία γνώριμη αδικία. Γιατί δεν είναι μόνο το «Money Monster» που κρύβεται στις ντουλάπες μας και τρομάζει συθέμελα τις κοινωνίες μας. Γιατί η κρίση δεν ήταν ποτέ μόνο οικονομική.