O Κριστιάν Καριόν δε διεκδίκησε ποτέ δάφνες μεγάλου auteur, ούτε έγινε αγαπημένος των φεστιβάλ, κατάφερε όμως με το στιβαρό και μετρημένο σινεμά του να φτάσει μέχρι τα Οσκαρ (με το «Καλά Χριστούγεννα» του 2005) και να έχει γυρίσει μέχρι φέτος τέσσερις μεγάλου μήκους ταινίες, καμία εκ των οποίων δε θα μείνει στην ιστορία του κινηματογράφου, όλες όμως είναι (λιγότερο ή περισσότερο) αξιόλογες κι ενδιαφέρουσες. Στην πέμπτη και πιο πρόσφατη δημιουργία του, το «Ο Γιος μου», αποφάσισε να τολμήσει να τσαλακώσει την εικόνα του και να διερευνήσει τις πιο σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης με ένα θρίλερ απαγωγής.

Η πλοκή είναι λίγο ως πολύ... γνωστή. Μετά από ένα αγωνιώδες μήνυμα στον τηλεφωνητή από την πρώην σύζυγό του, ο Ζιλιέν καταφθάνει στο δυσοίωνα χιονισμένο και σκοτεινό τοπίο της ορεινής ανατολικής Γαλλίας για να μάθει ότι ο επτάχρονος γιος του Ματίς έχει απαχθεί. Οι δράστες είναι (φυσικά) άγνωστοι, το ίδιο και τα κίνητρά τους, ενώ η αστυνομία δεν μπορεί να προσφέρει παρά ελάχιστη βοήθεια, καθώς δεν υπάρχουν στοιχεία που να οδηγούν στην εξιχνίαση του εγκλήματος. Μόνος απέναντι στις ενοχές του για την παραμέληση της οικογένειάς του μπροστά σε μια διεθνή καριέρα ως γεωλόγος σε διάφορα σημεία του πλανήτη κι αντιμέτωπος με ένα χρόνο που κυλά απελπιστικά αντίστροφα, όσο δεν υπάρχει καμία εξέλιξη, ο Ζιλιέν θα φτάσει στο όρια της παράνοιας, υποπτευόμενος τους πάντες, ακόμα και τον σύντροφο της πρώην γυναίκας του, τον οποίο ξυλοκοπεί. Οταν ανακαλύψει τυχαία ένα στοιχείο παρακολουθώντας παλιότερες ευτυχισμένες στιγμές του γιου του σε βίντεο, θα αποφασίσει να αναλάβει μόνος του δράση.

Σε ένα είδος που χαρακτηρίστηκε τα τελευταία χρόνια από το «Prisoners» του Ντενί Βιλνέβ στην πιο καλλιτεχνική του διάσταση και από την τριλογία των «Taken» στην πιο απενοχοποιημένη, ο Καριόν επιλέγει ξεκάθαρα το πιο σοβαρο(φανές) στρατόπεδο και χωρίζει την ταινία του σε δύο διακριτά μέρη, στο πρώτο και πολύ πιο ουσιαστικό κι ενδιαφέρον, το οποίο εμβαθύνει στην ψυχολογία του πατέρα και στην κατακερματισμένη σχέση με την πρώην σύζυγό του, και στο δεύτερο, όπου ο κεντρικός ήρωας μετατρέπεται κάπως προβλέψιμα σε Λίαμ Νίσον (ή μάλλον στο πιο γαλλικό και αληθοφανές αντίστοιχό του), αυτό όμως δεν οδηγεί (ευτυχώς) την ταινία στη σχιζοφρένεια, αλλά, αντιθέτως, η μετάβαση στην αυτοδικία είναι σεναριακά και σκηνοθετικά συνεπής, οργανική και σφιχτοδεμένη, αν και υπερβολική.

H διεύθυνση φωτογραφίας του Ερίκ Ντιμόν μετατρέπει επιδέξια και σταδιακά το αρχικό σκοτάδι της απελπισίας, όσο ο πατέρας πλησιάζει στην αλήθεια, σε φως, ενώ αναδεικνύει την ομορφιά και την υποβόσκουσα απειλή του φυσικού τοπίου, και το μοντάζ του Λοΐκ Λαλεμάν δίνει στην ταινία τον νευρώδη ρυθμό που απαιτείται, αφήνοντας, όμως, χώρο να ανασάνει στις πιο δραματικές σκηνές της αντιπαράθεσης των δύο συζύγων και της εσωτερικής πάλης του πρωταγωνιστή, αυτό, όμως που δίνει στην ταινία λόγο ύπαρξης είναι η προσέγγιση του Καριόν προς μια πιο ενστικτώδη κινηματογράφηση, η οποία μοιάζει να ακολουθεί τους ρυθμούς και τις ψυχολογικές μεταπτώσεις του κεντρικού ήρωα.

Αυτή ήταν συνειδητή επιλογή του σκηνοθέτη, άλλωστε, αφού θέλησε να αφήσει τον αγαπημένο του πρωταγωνιστή Γκιγιόμ Κανέ επίτηδες σε ένα σκοτάδι ανάλογο με αυτό του χαρακτήρα που υποδύεται και στην ουσία κατέγραψε με την κάμερά του τον αυτοσχεδιασμό του Γάλλου ηθοποιού, χωρίς να του παράσχει στην διάρκεια των εξαήμερων μόλις γυρισμάτων κανένα στοιχείο ως προς το σενάριο και την εξέλιξη της δραματουργίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια σαφώς πιο αυθεντική ερμηνεία από τον ούτως ή άλλως σπουδαίο ηθοποιό, η οποία βγάζει αβίαστα στην επιφάνεια τον πόνο, την οργή και την ενοχή του πατέρα και κάνει πιο πιστευτή την επιλογή του για την αυτοδικία, στερεί όμως από την ταινία μια a priori αρραγή δραματουργική δομή.

Κι είναι αυτή η ενδογενής αντίφαση που δυναμιτίζει τελικά το όλο εγχείρημα και μας κάνει να σκεφτόμαστε αν το deja vu δεν είναι τελικά τυχαία μια γαλλική έκφραση.