Η Καρόλ είναι μία εσωστρεφής ειδικός εφαρμογών πληροφορικής, που ακόμα ζει με τη μητέρα της. Η Καρολίν είναι μία αυθάδης κλέφτρα, που συχνάζει στα πολυτελή ξενοδοχεία της Γαλλικής Ριβιέρας. Οι δύο νεαρές γυναίκες δεν γνωρίζουν η μία την άλλη, ούτε έχουν τίποτα κοινό. Τίποτα, επειδή ο πατέρας τους έφυγε πριν τη γέννησή τους και δεν τον είδαν ξανά ποτέ. Μέχρι τη στιγμή που ο Πατρίκ… εμφανίζεται και πάλι! Ο διεθνώς καταζητούμενος κλέφτης, μετά από ένα σχεδόν θανατηφόρο περιστατικό, αποφασίζει να αναπληρώσει τον χαμένο χρόνο με τις κόρες του, συναντώντας τις για ένα κοινό σκοπό: την κλοπή ενός βιολιού Στραντιβάριους, αξίας 15.000.000 δολαρίων. Ανάμεσα σε γκάφες, τον ερασιτεχνισμό και τους διαπληκτισμούς μεταξύ τον κορών του, ο Πατρίκ θα αντιληφθεί πως αυτή του η επιστροφή είναι κάθε άλλο παρά εύκολη…

Στην πραγματικότητα, ό,τι τίτλο και να δώσεις στο «Mes Tresors» (που μεταφράζεται «Θησαυροί Μου» και είναι η προσφώνηση του απατεώνα πρωταγωνιστή στις κόρες που δεν γνώρισε ποτέ) δεν μπορείς να αποδόσεις τίμια το περιεχόμενό της.

Κάτι ανάμεσα σε κωμωδία μυστηρίου, οικογενειακή κομεντί και τηλεοπτικό επεισόδιο σειράς που θα κοβόταν από τον πιλότο, το φιλμ του Πασκάλ Μπουρντιό είναι τόσο προχειροφτιαγμένο και επίτηδες εύκολο ώστε το μόνο που καταφέρνει είναι να σε κάνει να βαρεθείς από τα πρώτα του βαρετά λεπτά – χωρίς καμία υποψία πως όσο περνάει η ώρα αυτό το μείγμα κακόγουστων αστείων, φτηνών μελοδραματισμών και φαρσογκάφας μπορεί και να γινόταν κάτι πιο ανεκτό για τα μάτια ή τα αυτιά (κάτι βρε παιδί μου).

Η ιστορία του «Για Ονομα του Θεού!» (άσχετος ελληνικός τίτλος με αναφορά σε αυτήν εδώ την επιτυχία) είναι η εξής: ένας απατεώνας θέλει να κλέψει ένα βιολί ανεκτίμητης αξίας και για να το καταφέρει σκηνοθετεί το θάνατό του και επιστρατεύει δύο κόρες του από διαφορετικές γυναίκες τις οποίες δεν έχει γνωρίσει ποτέ προκειμένου να γίνουν οι συνένοχοί του στο έγκλημα.

Είναι σαφές πως καθώς οι δυο κόρες αρχικά θα αρνηθούν να τον βοηθήσουν αλλά τελικά θα ενδώσουν στην (πολλών εκατομμυρίων ευρώ) ανήθικη πρότασή του, ενώ ταυτόχρονα θα γνωρίσουν η μία την άλλη και οι δύο τους τον πατέρα που τόσο τους έλειψε στην παιδική τους ηλικία.

Το γεγονός πως όλο αυτό που περιγράψαμε παραπάνω εξαντλείται σε φτηνά κόλπα, σεξουαλικές γκάφες και γλυκερές διαπιστώσεις για το πόσο γρήγορα μπορεί να συγχωρήσεις έναν πατέρα που δεν γνώρισες ποτέ ή να αγαπήσεις μια αδερφή με την οποία σε χωρίζουν τουλάχιστον δύο ωκεανοί ενωμένοι είναι το μικρότερο πρόβλημα μιας ταινίας που όσο περνάει η ώρα σε βυθίζει στην αδιαφορία πατώντας πάνω σε όλα τα πιθανά κλισέ που σε έχει μάθει το (όχι μόνο γαλλικό) σινεμά).

Διανύοντας με πρωτοφανή κόπο την απόσταση που χωρίζει τη φινέτσα από την απομίμηση, το «Για Ονομα του Θεού!» τελειώνει ακριβώς τη στιγμή που σε έχει αφήσει εξαντλημένο να αναρωτιέσαι για το χάος που θα χωρίζει πάντα την πραγματική κωμωδία από μια φτηνή φάρσα, ένα σενάριο από μια συρραφή κλισέ και ένα (έστω) ανώδυνο κινηματογραφικό δίωρο με μια ταινία τηλεοπτικής κατανάλωσης που το πιο πιθανό είναι ότι δεν θα έβλεπες ποτέ.