H Mαίρη Στιούαρτ ήταν 6 ημερών όταν ο πατέρας της, Βασιλιάς Ιάκωβος Ε', πέθανε, αφήνοντάς της το θρόνο της Σκοτίας. Η μικρή μεγάλωσε στη Γαλλία (ενώ τη χώρα της κυβερνούσαν αντιβασιλείς) και, στα 16 της χρόνια, παντρεύτηκε τον Βασιλιά της Γαλλίας, Φραγκίσκο Β'. Στα 18 της έμεινε χήρα, αρνήθηκε τις πιέσεις να ξαναπαντρευτεί κι επέστρεψε στη Σκοτία για να διεκδικήσει δικαιωματικά το θρόνο της. Μόνο που αυτό έφερε μεγάλο πολιτικό αναβρασμό. Πρώτον, γιατί η θρησκευτική πατριαρχία στη Σκοτία πολεμούσε εκ των έσω να κλονίσει την εξουσία της, καθώς μια γυναίκα βασίλισσα είναι «πράξη ενάντια στη φύση και στο θέλημα του Θεού». Και δεύτερον, γιατί η καθολική Μαίρη απειλούσε, εμμέσως πλην σαφώς, την κυριαρχία της ξαδέλφης της, της προτεστάντισας Ελισάβετ Α', Βασίλισσας της Αγγλίας. Στα 44 της χρόνια, η Μαίρη Στιούαρτ καταδικάστηκε με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και της συνωμοσίας εναντίον της Ελισάβετ και αποκεφαλίστηκε. Οσα συνέβησαν στα ενδιάμεσα χρόνια είναι μία Ιστορία γραμμένη θολά - γάμοι σκοπιμότητας, σκευωρίες, πραξικοπήματα, επαναστάσεις, προδοσίες, στημένες εκρήξεις, δολοφονίες. Και καθώς την Ιστορία την γράφουν πάντα οι νικητές, η Ελισάβετ Α' έμεινε στο θρόνο για 45 χρόνια και στη συλλογική βρετανική συνείδηση ως η μία, η «Παρθένος Βασίλισσα». Ποια όμως ήταν η Μαίρη της Σκοτίας;
Δεν θα μας το πει η ταινία που έγραψε o Mπο Γουίλιμον (σεναριογράφος του «House of Cards») και σκηνοθέτησε η θεατρική Τζόσι Ρουρκ. Αλλά, αυτό είναι θεμιτό. Δεν περιμένουμε το σινεμά να διδάξει Ιστορία. Αυτό που απαιτούμε από το σινεμά όμως, είναι να μάς αφηγηθεί μία καθηλωτική ιστορία - με πλοκή, ρυθμό, ολοκληρωμένες ηρωίδες. Κι αυτό που ελπίζουμε από μία ταινία εποχής είναι ότι (κάτω από τα βαριά βελούδινα κοστούμια, τις περίτεχνες κόκκινες περούκες και τη σκηνογραφία των κάστρων του 16ου αιώνα) υπάρχει η σύνδεση με τη δική μας εποχή. Μία αναγκαιότητα να αφουγκραστείς το παρελθόν για να κοιτάξεις το παρόν σου με άλλα μάτια.
Δυστυχώς, τίποτα από όλα αυτά δεν συμβαίνει εδώ. Η υπόσχεση μίας κατά μέτωπον σύγκρουσης δύο πανέξυπνων ισχυρών γυναικών, που ακόμα κι αν ιστορικά δεν ήταν ακριβώς έτσι, τουλάχιστον αποτελεί την πρώτη ύλη για συναρπαστικό σινεμά, ξεχνιέται στο πρώτο μισάωρο. Οι Γουίλιμον & Ρουρκ ξεκινούν χτίζοντας την κόντρα των ηρωίδων ισάξια, περνώντας διαδοχικά από τα βασιλικά αγγλικά ανάκτορα στους σκοτσέζικους πύργους και κόβοντας με ρυθμό ανάμεσα στις Βασίλισες, την ετοιμολογία, την τετράγωνη σκέψη, τις διαφορές τους, τις Αυλές τους, τα πολιτικά παιχνίδια γάτας-ποντικιού που στήνουν η μία στην άλλη. Πολύ γρήγορα όμως η δυναμική αλλάζει. Ο φακός εστιάζει στη Μαίρη, αρχικά ξεχνώντας την Ελισάβετ και μετέπειτα παρουσιάζοντάς την αδύναμα και στρατευμένα - ως ημίτρελη, ζηλιάρα, ανασφαλή και καταδιωκόμενη από το βιολογικό της ρολόι στο οποίο όμως ποτέ δεν υπέκυψε. Κι αυτή η ανισότητα, όχι, δεν υποστηρίζει την πρωταγωνίστρια ηρωίδα. Αντιθέτως, η ξαφνική ανισορροπία τη μειώνει, την αποδυναμώνει.
Η σεναριακή πρόθεση και θέση στην εποχή του #metoo είναι σαφής: ναι στη απενοχοποιημένη Βασίλισσα της ηδονής, όχι στην καταπιεσμένη, συμπλεγματική «Παρθένο». Ναι στη βασίλισσα που αγκάλιασε τη διαφορετικότητα (σεξουαλική και θρησκευτική) κι άφησε ελεύθερους τους υπηκόους της να λατρέψουν όποια θρησκεία ήθελαν (κι αυτό δεν άρεσε καθόλου στους παπικούς της Αυλής της), όχι στην κατευθυνόμενη απολυταρχικότητα της Ελισάβετ. Ναι στις γυναίκες που είχαν και δύναμη και κότσια για να διοικήσουν, όχι στην ανδρική μηχανορραφία που πάντα τις υποτιμούσε και τις υποδαύλιζε.
Το πρόβλημα όμως είναι ότι όλα αυτά, γραμμένα απλοϊκά και σκηνοθετημένα καλλιγραφικά χάνουν εντελώς την αξία τους. Ο Γουίλιμον χάνει τον έλεγχο του σεναρίου του, χάνει και το ενδιαφέρον μας. Η Ρουρκ αναλώνεται σε ίντριγκες της κρεβατοκάμαρας και πόσα μυστικά ανταλλάσσονται πίσω από τις κουνουπιέρες, εστιάζει στις περίτεχνες κομμώσεις και τις στρώσεις υφασμάτων, κάνει slow motion του τι σημαίνει να γεννάς χωρίς αναισθητικό το 1565. Η μήτρα της ιστορίας όμως είναι άλλη και αυτή δεν τη βρίσκει ποτέ. Είμαστε σίγουροι ότι οι ζωές στις βασιλικές οικογένειες του 16ου αιώνα έμοιαζαν με σαπουνόπερες, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι και το σινεμά θα τις αποτυπώσει έτσι. Υπάρχει τρόπος να κοιτάξεις πίσω και κάτω από την επιδερμίδα του costume drama και να κινηματογραφήσεις μία βασίλισσα, την αυλή, τις σκευωρίες, τις... ευνοούμενές της.
Η μοναδική πραγματική δύναμη της ταινίας κι ο λόγος που τη χαζεύεις μέχρι τέλους είναι οι δυο της πρωταγωνίστριες. H Σέρσι Ρόναν εκπέμπει μεγαλείο μόνο κι από το βλέμμα της, με το γαλάζιο να λάμπει άλλοτε ατσάλινο, άλλοτε τρυφερό, και χτίζει την Μαίρη με αυτοπεποίθηση, αέρα, αποφασιστικότητα, σαγήνη. Η (σαφώς ανεκμετάλλευτη) Μάργκοτ Ρόμπι τσαλακώνεται, ασχημαίνει αλλά, ακόμα κι αν η καρικατούρα της Ελισάβετ δεν αφήνει πολλά περιθώρια, εκείνη καταφέρνει να βγάλει ψυχή, ανθρωπιά, τρυφερότητα, φθόνο, ζήλεια, παράπονο, πείσμα.
Είναι καταπληκτικό να παρακολουθείς πώς δύο οσκαρικά κορίτσια κρατούν το ταλέντο, το κεφάλι και το στέμμα ψηλά. Hail to the Queens!