Ο Κένεθ Λόνεργκαν κάνει ταινίες για τους ανθρώπους και το χώρο που καταλαμβάνει η μοναξιά τους.

Στο «You Can Count on Me» του 2000 αυτός ο χώρος είναι η απόσταση που χωρίζει δύο αδέλφια, τα τετραγωνικά που θα τα αναγκάσουν να συνυπάρξουν κερδίζοντας το χαμένο χρόνο της σχέσης του και αυτά που θα τα αναγκάσουν να συμφιλιωθούν με το γεγονός ότι μπορούν να βασίζονται ο ένας στον άλλον, ακόμη και όταν δεν μπορούν να είναι μαζί.

Στο «Margaret» του 2011 ο χώρος αυτός είναι το απέραντο κενό της ενηλικίωσης, μια αχανής περιοχή στη οποία μοιάζουν να στοιβάζονται οι ενοχές, το ψέμα, η έμφυτη διάθεση να πληγώσεις τον άλλον για να μπορέσει να σε αγαπήσει, η ανάγκη να βρεις κάποιον στον οποίο μπορείς να στηριχθείς, κλείνοντας για λίγο απέξω κάθε περιττή ανθρώπινη φωνή - για να θυμηθεί κανείς τον υπέροχο σχεδιασμό ήχου του director’s cut που δεν είδαν ποτέ οι κινηματογράφοι στην πιο άτυχη στιγμή της σκηνοθετικής καριέρας του Κένεθ Λόνεργκαν.

Στο «Μια Πόλη Δίπλα στη Θάλασσα» ο χώρος βρίσκεται ήδη στον τίτλο της ταινίας, μόνο που η μοναξιά του Λι είναι μεγαλύτερη και από τη φιλόξενη θάλασσα που μοιάζει να δηλώνει με κάθε τρόπο την αντίθεσή της στον βαρύ χειμώνα της Μασαχουσέτης.

Αποκομμένος από το μέρος όπου γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε τις μοναδικές στιγμές της ευτυχίας του, ο Λι ζει μόνος του υπομένοντας με ευλαβική διάθεση αυτοτιμωρίας τη ρουτίνα της καθημερινότητας ενός επιστάτη πολυκατοικιών που τα κάνει όλα. Οι μικρές εκρήξεις βίας που διακόπτουν την κατά τα άλλα σχεδόν αθόρυβη ύπαρξή του προδίδουν κάτι που έρχεται από το παρελθόν, αλλά και κάτι που μοιάζει τόσο βαθιά κρυμμένο που σχεδόν ξεχνάς ότι έχει κάποτε υπάρξει.

Ενα τηλεφώνημα θα διακόψει το σχεδόν άχρονο παρόν του, θα τον επαναφέρει στο σήμερα, στην πραγματικότητα και μαζί στο Μαντσεστερ του Εσεξ, εκεί όπου θα πρέπει να έρθει αντιμέτωπος με όλα αυτά από τα οποία έχει ξεφύγει - και κυρίως τον ίδιο του τον εαυτό. Η επιθυμία του νεκρού αδερφού του να είναι αυτός ο κηδεμόνας του έφηβου γιού του θα είναι μόνο ένα από τα παιχνίδια μιας κοσμικής μοίρας που τον σηκώνει από τον πάγκο για να γίνει ο βασικός παίχτης σε ένα παιχνίδι που αρνείται να μάθει τους κανόνες του.

Δεν είναι τυχαίο πως σε μια – την ίσως πιο σπαρακτική - από τις στιγμές που ο Λι μένει έκπληκτος με όλο αυτό που του συμβαίνει, επαναλαμβάνει με πραγματική απορία σχεδόν προς τον θεατή, τον εαυτό του, το σύμπαν: «Υποτίθεται ότι εγώ θα ήμουν ο αναπληρωματικός». Και καθώς το ξεστομίζει κάνει το πρώτο μεγάλο βήμα προς τη δική του ενηλικίωση, διδάσκοντας ταυτόχρονα τον ανηψιό του, Πάτρικ, να μάθει να στηρίζεται πριν από οποιονδήποτε στον εαυτό του.

Στον κοινό χώρο που θα δημιουργήσουν οι δύο «έφηβοι», ο καθένας θα κάνει τη δική του διαδρομή. Ο Πάτρικ θα πενθήσει το θάνατο του πατέρα του πέφτοντας στη φωτιά της σεξουαλικής του αφύπνισης και ο Λι θα κάνει μια δεύτερη προσπάθεια να ζήσει σαν ένας κανονικός άνθρωπος. Θα καταλήξουν στο ίδιο σημείο – αυτό της συμφιλίωσης ο ένας με τον άλλον και οι δυό με το υπόλοιπο της ζωής τους, αλλά θα φτάσουν εκεί ο πρώτος έχοντας το δικαίωμα να κάνει λάθη και ο δεύτερος έχοντας στερήσει από τον εαυτό του αυτήν την πολυτέλεια.

Υπάρχουν πολλά πράγματα να επαινέσεις στο σενάριο και τη σκηνοθεσία του Κένεθ Λόνεργκαν: το λειτουργικό πισωγύρισμα στο χρόνο, τον τρόπο που αποκαλύπτεται – χωρίς καμία διάθεση μελοδραματισμού – το τραγικό παρελθόν του Λι, οι μικρές κωμικές εξάρσεις που αν και αναπάντεχες μοιάζουν ταυτόχρονα τόσο οικείες όσο το γέλιο που μοιάζει να έρχεται από το πουθενά σε μια αμήχανη δυσάρεστη στιγμή, τη ριψοκίνδυνη διεύθυνση των ηθοποιών που από την απόλυτη σιωπή περνούν άξαφνα σε έναν αποστομωτικό εξπρεσιονισμό με αποκορύφωμα τη μεγάλη σκηνή της Μισέλ Γουίλιαμς προς το τέλος – και ειδικά την οδηγία προς τον Κέισι Αφλεκ να είναι ο εσωστρεφής κοινωνικά απροσάρμοστος ήρωας που αγαπήσαμε, εδώ στην πιο διάφανη και ανθρώπινη εκδοχή του.

Αυτό ομως που μοιάζει να μετατρέπει μια όχι και τόσο πρωτότυπη ιστορία σε ένα άξιο να μνημονεύεται για την πρωτοτυπία του φιλμ είναι η σαφής διάθεση του Κένεθ Λόνεργκαν αυτή η ταινία να είναι ένα δράμα που μιλάει για το πένθος, τις τραγωδίες που επισκέπτονται πάντα χωρίς προειδοποίηση τους ανθρώπους και όλα όσα απομακρύνουν τους ανθρώπους από τον εαυτό τους – και αυτό να το κάνει με τους δικούς του όρους. Αυτούς που φλερτάρουν σχεδόν βασανιστικά αλλά δεν ενδίδουν ποτέ στο φτηνό μελόδραμα, αυτούς που αρνούνται να κάνουν αυτήν την ιστορία να μοιάζει πιο βαρυσήμαντη απ’ όσο είναι, αυτούς που οδηγούν σε ένα happy end που φαινομενικά δεν μοιάζει με τέτοιο αλλά που τελικά είναι – ακριβώς όπως συνέβη και στις δύο προηγούμενες ταινίες του σκηνοθέτη.

Τους ίδιους όρους που τελικά οδηγούν τον Λι να επιτρέψει στη μοναξιά του να πιάσει όλο το χώρο της μέχρι σήμερα ζωής του, να φτάσει μέχρι πίσω στο χρόνο και πέρα πιο μακριά και από τη θάλασσα του Μάντσεστερ – όχι από πείσμα ή από απαίσιοδοξία πως μερικές τραγωδίες δεν ολοκληρώνονται με κάθαρση, αλλά γιατί αυτός είναι ο μόνος τρόπος να γίνει ο... βασικός ενός παιχνιδιού που τουλάχιστον από δω και πέρα θα ορίζει ο ίδιος.