Στην επαρχιακή πόλη του Βόρειου Ιράν όπου μετεγκαταστάθηκε από την Τεχεράνη μαζί με τη γυναίκα και τον μοναχογιό του, ο Ρεζά, εκτροφέας χρυσόψαρων, θα διαπιστώσει βαθμιαία πως η ακεραιότητά του δεν πιάνει δεκάρα μπροστά στην τοπική διαφθορά. Αν και έχει τη φάρμα του υποθηκευμένη, αρνείται την πρόταση ενός έτοιμου για δωροδοκία τραπεζικού υπαλλήλου να του σβήσει τα πρόστιμα, προτιμώντας να πουλήσει ακόμη και το αμάξι του για να ξεχρεώσει. Κι αφού αντιδρά στις βλέψεις μιας πανίσχυρης ιδιωτικής εταιρείας, που έχει τις τοπικές εξουσιαστικές Αρχές στο τσεπάκι της, να εξαγοράσει τη γη του, συμπλέκεται με τον αρχινονό της περιοχής και μπράβο της εταιρείας όταν του κλείνουν την παροχή νερού, μπαίνει πρόσκαιρα φυλακή για τον δήθεν τραυματισμό του, ενώ, μετά τον αφανισμό του ιχθυοτροφείου του, ξεκινά μια μάταιη πάλη να αποδείξει την ευθύνη της φίρμας. Ανίκανη να τον μεταπείσει, η στωική όσο και πραγματίστρια γυναίκα του θα χρησιμοποιήσει τη θέση της ως διευθύντρια του τοπικού σχολείου θηλέων μήπως και κινήσει κάποια νήματα. Ομως ο Ρεζά αρνείται πεισματικά να ενδώσει…

Ηταν πριν από μια δεκαετία περίπου που ο Ασγκάρ Φαρχαντί απέδειξε, με το «Τι Απέγινε η Έλι;», πως μπορεί να υπάρξει ένα ιρανικό σινεμά που να ελίσσεται έξω από τις ντιρεκτίβες του νεορεαλισμού, όσο γερά εδραιωμένες κι αν ήταν (δεν είναι πια). Την καταπίεση από τους αυστηρούς νόμους που επιβάλλει το θρησκευτικής καταγωγής περσικό σύστημα αξιών και τον φόβο της στοιχειώδους έστω παράβασής τους, ο Φαρχαντί τα μετουσίωσε κινηματογραφικά σε «μυστήριο» και «σασπένς» -όπως έκτοτε σε κάθε ταινία του. Οι επίγονοί του, χρόνο με το χρόνο, μοιάζουν να διευρύνουν όλο και τολμηρότερα τούτη την «παρέκκλιση». Τα πρόσφατα «Στη Σκιά του Φόβου» του Μπαμπάκ Ανβάρι, που εκπέμπει τον πολιτικό του λόγο μέσα από μια ιστορία φαντασμάτων στην βομβαρδιζόμενη από το Ιράκ Τεχεράνη του 1988, και «Ενας Δράκος Ερχεται» του Μανί Χαγκίγκι, που ξετυλίγει τις αστυνομικές έρευνες γύρω από τη δήθεν αυτοκτονία ενός πολιτικού κρατούμενου σε ένα ερημικό περσικό νησί στα 1965 με τους όρους, ταυτόχρονα, του φιλμ νουάρ, του μεταφυσικού θρίλερ και του ψευδοντοκιμαντέρ, είναι απολύτως ενδεικτικά ενός σινεμά που ξέρει πώς να αφομοιώνει τα είδη χωρίς να το κουνάει ρούπι από τον ιδιαίτερο τόπο του. Το ίδιο, τώρα, και η ταινία του Μοχάμαντ Ροσούλοφ.

Ο 44χρονος δημιουργός προσαρμόζει έξυπνα και διακριτικά τους κώδικες του παραδοσιακού γουέστερν στην, ενίοτε φορτωμένη ίσως σε πρόσωπα καταστάσεις, πάντως μόνιμα συνεπή στην ιδεολογία της, ιστορία της κατά μόνας αντίστασης ενός απελπισμένου οικογενειάρχη ενάντια σε ένα διαβρωμένο από παντού σύστημα εξουσίας. Η Εταιρεία-Μεγαλογαιοκτήμονας, ο ξένος που αντιμετωπίζεται ως παρείσακτος, η εν κινδύνω φάρμα, η εντροπία των εκβιασμών του αλισβερισιού, η άσπιλη τιμή του μοναχικού στην ουσία καουμπόι. Με χρυσόψαρα αντί για γελάδια, τροχοφόρα αντί για άλογα, καδρόνια αντί για περίστροφα. Και κρασί αυτοσχέδιο αντί για χειροποίητο ουίσκι: ο Ρεζά αποθηκεύει ώριμα καρπούζια και στραγγίζει τον ζυμωμένο πολτό για να πίνει τον αλκοολούχο χυμό στα ιαματικά νερά μιας σπηλιάς, όταν θέλει να μένει μόνος με τις σκέψεις και τα άγχη του.

Συσχετιστικά, το γεγονός πως το αλκοόλ παραμένει απαγορευμένο στο φονταμενταλιστικό Ιράν συνιστά ένα κομμάτι μόνο της επιτυχίας τούτης της προσαρμογής. Για την αποτελεσματικότητα των υπόλοιπων κομματιών μάλλον δε χρειάζεται να γίνεται λόγος, μιας και απαγορευμένη στη χώρα παραμένει η ταινία ολόκληρη, μαζί, τρόπον τινά, με τον δημιουργό της (ο οποίος, παρότι εκτίει ποινή αποχής από τη σκηνοθεσία από το 2011, δε δείχνει να πτοείται, όπως άλλωστε και οι συνάδελφοί του Τζαφάρ Παναχί και Μοχσέν Μαχμαλμπάφ, που εξακολουθούν να κάνουν ταινίες παράνομα και να τις «φυγαδεύουν» σε διεθνή φεστιβάλ κάθε τόσο).

Με άλλα λόγια, και μόνο από το μέγεθος της «ενόχλησης» αν κρίνουμε, μιλάμε για μια ταινία ιρανική μέχρι το κόκκαλο, όσο ανοιχτοί κι αν μοιάζουν οι ορίζοντες που κοιτάει. Οι οποίοι, παρεμπιπτόντως, δεν είναι μόνο εκείνοι της μακρινής άγριας δύσης του τότε, αλλά και της εγγύς «πολιτισμένης» του τώρα: σχεδόν κάθε σεκάνς του φιλμ συνιστά μια πράξη διαπραγμάτευσης, όπως ακριβώς και στο ρουμάνικο δράμα του Κάλιν Πέτερ Νέτζερ «Οικογενειακή Υπόθεση» (2014), όπου όλα «τακτοποιούνταν» με τις κατάλληλες γνωριμίες και το απαραίτητο τακτ.

Κι αν η αναγωγή ακούγεται αυθαίρετη, αρκεί να ανατρέξουμε σε λόγια του ίδιου του Ρασούλοφ: «Τα καταπιεστικά συστήματα μοιράζονται κάποιες ομοιότητες. Άνθρωποι στο Ιράν σήμερα μπορούν να ταυτιστούν με τις εμπειρίες του ρουμανικού λαού επί Τσαουσέσκου. Μπορεί στο Ιράν η πολιτική δομή να βασίζεται σε μια θρησκευτική βάση εξουσίας κι όχι σε μια κομμουνιστική δικτατορία, αλλά αυτό δεν φαίνεται να έχει μεγάλη διαφορά».