Δεν είναι ότι το «Ολα οσα Αγαπήσαμε» είναι ακριβώς μια κακή ταινία, ακόμη κι αν κατά στιγμές βουτά τόσο βαθιά στο δράμα, τον μελοδραματικό ρομαντισμό και την απόγνωση που μοιάζει να αγγίζει τον βούρκο της γελοιότητας που κρύβεται στον βυθό μιας τέτοιας κατάδυσης. Το φιλμ της Νικόλ Γκαρσία - βασισμένο στο best seller της Μιλένα Ανγκους «Mal di Pietre» του 2006 - είναι ότι πρέπει για μια δόση μελαγχολίας και γυναικείας χειραφέτησης, ένα Σάββατο βράδυ, ή ένα απόγευμα Δευτέρας στο σινεμά.
Η ιστορία, η κινηματογράφησή του, οι προθέσεις του, είναι σαφείς και ξεκάθαρες. Αυτή είναι μια ταινία για το μεγάλο κοινό, ένα καλοφτιαγμένο μελόδραμα με μια ηρωίδα που αρέσκεται στο δράμα, με θεματικές που συγκινούν ένα κοινό που αγαπά τη ρομαντική υπερβολή.
Τοποθετημένο στη Γαλλία της δεκαετίας του '50, το «Ολα οσα Αγαπήσαμε» θέλει τη Μαριόν Κοτιγιάρ στον ρόλο μιας γυναίκας που αποζητά το σεξ κι επιζητά την απελευθέρωσή της μέσα από αυτό. Μόνο που στη συντηρητική επαρχιακή κοινωνία της, μοιάζει αν όχι ολοκληρωτικά τρελό, τότε σίγουρα με ένα πρόβλημα που θα πρέπει να λυθεί. Και η λύση θα έρθει με έναν συμβατικό γάμο, με έναν άντρα κατώτερό της, που όμως θα αποδεχτεί την ψυχοσύνθεσή της, καθώς και την απόφασή της να μην κοιμηθεί ποτέ μαζί του.
Μια υπόσχεση που δεν θα κρατήσει, σε μια μόνο από τις σκηνές που σπρώχνουν το φιλμ στα όρια της μελοδραματικής ανοησίας, πριν ανέβει σε ακόμη μεγαλύτερα ύψη, όταν βρεθεί στα οροπέδια των Αλπεων, σε ιαματικά λουτρά για να θεραπεύσει τις πέτρες στα νεφρά της, και γνωρίσει εκεί έναν στρατιωτικό που αργοπεθαίνει με τον ρομαντικό τρόπο και τα βλέμματα πληγωμένου κουταβιού του Λουί Γκαρέλ.
Παρ' όλο το δράμα και τα δαιδαλώδη συναισθήματα, όμως, παρά τις καλογυαλισμένες εικόνες και τη ρομαντική μουσική, παρά την απόγνωση της ηρωίδας που τη σπρώχνει να τρέχει ξέφρενη σε δάση και λιβάδια ή να βουτά στη θάλασσα κάθε τόσο, όλα μοιάζουν επιφανειακά και σχηματικά στο φιλμ. Ομορφα αλλά όχι συνταρακτικά, καλοφτιαγμένα μα αδιάφορα.