Το «Κυρία από Τύχη» είναι φύσει και θέσει παλιομοδίτικο. Μια ταξική κωμωδία ηθών που ματαιοχρονεί διακωμωδώντας ξεπερασμένους κώδικες συμπεριφοράς στην παράδοση των γαλλικών βουλεβάρτων του προηγούμενου αιώνα ή ακόμα και των ηθογραφιών του παλιού (ελληνικού και μη) κινηματογράφου. Είναι όμως και αβίαστα διασκεδαστικό, προορισμένο για ευρεία και ανέμελη κατανάλωση, αυτό που συνήθως ονομάζουμε (κάπως υποτιμητικά, είναι αλήθεια) ταινία «για θερινό σινεμά».

Η πλοκή είναι οικεία και γνώριμη, σχεδόν αρχετυπική για το είδος που η ταινία υπηρετεί. Η Αν και ο Μπομπ είναι ένα ευκατάστατο ζευγάρι Αμερικάνων που έχει μετακομίσει σε μια έπαυλη στο Παρίσι. Ο Μπομπ είναι γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, αλλά βρίσκεται σε δυσμενή οικονομική κατάσταση, την οποία κρύβει επιμελώς από τη γυναίκα του. Η Αν είναι η νεόπλουτη, δεύτερη σύζυγος, η πάλαι ποτέ trophy wife, που μετά από χρόνια αισθάνεται εγκλωβισμένη σε έναν συμβατικό πλέον γάμο, αν και απολαμβάνει την κοινωνική της θέση, τους κανόνες συμπεριφοράς της οποίας δείχνει να παίζει στα δάχτυλα. Εν μέσω των διαπραγματεύσεων για την αγοραπωλησία ενός πίνακα του Καραβάτζιο, κληρονομιαίου αποκτήματος του Μπομπ, η οποία θα τον ξελασπώσει οικονομικά, το ζευγάρι διοργανώνει ένα πολυτελές δείπνο στη έπαυλή του με εκλεπτυσμένους και κοσμοπολίτες προσκεκλημένους, μεταξύ των οποίων ο Δήμαρχος του Λονδίνου, ο πάμπλουτος Γάλλος αγοραστής του πίνακα, αλλά και ο αριστοκράτης Βρετανός εκτιμητής και έμπορων έργων τέχνης που διαμεσολαβεί για τη μεταβίβαση του πίνακα.

Κι ενώ η Αν έχει φροντίσει να κυλήσουν όλα στην εντέλεια, η ξαφνική άφιξη του Στίβεν, γιου του Μπομπ από τον πρώτο του γάμο και συγγραφέα σε δημιουργική κρίση, αυξάνει τους παρευρισκόμενους στο δείπνο σε 13 και προκαλεί τον πανικό της οικοδέσποινας, αφού θεωρεί τον αριθμό γρουσούζικο και προοιωνίζει την παταγώδη αποτυχία της βραδιάς. Ως ύστατη λύση της τελευταίας στιγμής, η Αν πιέζει την πιστή της οικιακή βοηθό Μαρία να γίνει η δέκατη τέταρτη συνδαιτυμόνας, αλλά να μη μιλήσει σε κανέναν, ούτε να αποκαλύψει την ταυτότητα της, για να μην εκτεθούν στον κύκλο των υψηλών προσκεκλημένων. Λίγο όμως το άφθονο κρασί και η χαριτωμένη κουβέντα, λίγο η σκανδαλιά του Στίβεν, που διαδίδει ότι η μυστηριώδης Ισπανίδα προσκεκλημένη είναι αριστοκράτισσα και συγγενής του τέως βασιλιά της Ισπανίας Χουάν Κάρλος, θα μετατρέψουν τη Μαρία σε επίκεντρο του ενδιαφέροντος κι, ακόμα χειρότερα, θα κάνουν τον έμπορο έργων τέχνης Ντέιβιντ να την ερωτευτεί παράφορα. Ενα γαϊτανάκι παρεξηγήσεων θα ξεκινήσει, όσο η Αν θα προσπαθήσει να τερματίσει αυτό το παράταιρο ειδύλλιο που διασαλεύει την ταξική, αλλά και οικογενειακή ηρεμία.

Σαν να μην πέρασε μια μέρα από τις ένδοξες ημέρες του βοντβίλ και τις δημιουργίες του Ζορζ Φεϊντό, η Γαλλίδα σκηνοθέτης, σεναριογράφος και συγγραφέας Αμάντα Στερς προσπαθεί στην πρώτη της αγγλόφωνη, αλλά αμιγώς γαλλικής ψυχοσύνθεσης και νοοτροπίας, ταινία να μεταφέρει και να ανανεώσει παρωχημένες συμβάσεις και αντιλήψεις, δίνοντάς τους ένα νέο, λαμπερό περιτύλιγμα και μια αύρα παγκοσμιοποίησης. Το τελικό αποτέλεσμα ωστόσο χρειαζόταν περισσότερη αποδόμηση και μια πιο (επι)κριτική ή ειρωνική ματιά για να γίνει επίκαιρο σε έναν νέο αιώνα όπου (θέλουμε να πιστεύουμε πως) καμία χειραφετημένη και δυναμική γυναίκα που σέβεται τον εαυτό της δεν θα έφερνε την καταστροφή για ένα δείπνο με δεκατρείς προσκεκλημένους ή δε θα προσπαθούσε με τόσο πάθος να διαλύσει το ρομάντζο της υπηρέτριάς της με τον αριστοκράτη φίλο της.

Κάτω από μια επίφαση αβάσταχτης μεγαλοαστικής ελαφρότητας, η πάλη των τάξεων καλά κρατεί, φαίνεται να πιστεύει η Στερς, και δεν παύει να υπογραμμίζει αυτή την κοινωνική αντιπαράθεση μεταξύ της κυρίας με την υπηρέτριά της, διανθίζοντας τη διακριτική, στα όρια του ανεπαίσθητου, επίθεσή της στην μπουρζουαζία με διαλόγους και στιχομυθίες που ακροβατούν, όχι πάντα επιδέξια, ανάμεσα στο πνευματώδες και στο φαρσικό, ενώ εισάγει μια σειρά από ετερόκλητους χαρακτήρες και ανεκμετάλλευτες δραματουργικά υποπλοκές, που πολύ θα ήθελαν, δεν καταφέρνουν ωστόσο, να έχουν κάτι από τον καλειδοσκοπικό κοσμοπολιτισμό του Παόλο Σορεντίνο.

Ακόμα όμως κι αν τελικά επικυρώνει τα κλισέ και τα στερεότυπα που προσπαθεί ανεπιτυχώς να καταρρίψει, αυτή η «Κυρία από Τύχη» διαθέτει ευτυχώς τη χάρη και τη σπιρτάδα που την καθιστούν ένα ανώδυνο μεν, αλλά απολαυστικό θέαμα. Σ’ αυτό συμβάλλουν τόσο η ραφιναρισμένη κινηματογράφηση, όσο κυρίως οι ερμηνείες των δύο υπέροχων πρωταγωνιστριών, σε αντίθεση με τον Χάρβεϊ Καϊτέλ που μοιάζει εκτός τόπου και χρόνου. Η Τόνι Κολέτ, σε έναν ρόλο διαμετρικά αντίθετο από εκείνον της πρόσφατης «Διαδοχής», αποδεικνύει την αβίαστη και χαμαιλεοντική της ικανότητα να μεταμορφώνεται κάθε φορά για τις ανάγκες του ρόλου και μετατρέπεται εδώ σε μία νεόπλουτη κι ανασφαλή, στα πρόθυρα της υστερίας, σύζυγο. Αν ο χαρακτήρας της Αν δεν γίνεται τελικά αντιπαθής, αυτό οφείλεται αποκλειστικά στην ηθοποιό, που ξεπερνά την σχηματικότητα του σεναρίου και δίνει βάθη ανθρωπιάς στο ρόλο.

Αυτή που κλέβει την παράσταση, ωστόσο, είναι φυσικά η Ρόσι ντε Πάλμα. Η αειθαλής μούσα του Αλμοδόβαρ, με το πρόσωπο και την κορμοστασιά που μοιάζουν με ζωντανό πίνακα του Πικάσο και με την παρουσία που κάνει κάθε ταινία (ακόμα κι εκείνες που δεν είναι αντάξιές της), να πάλλεται από ζωή, πάθος και συναίσθημα, πλάθει μια Μαρία ολοκληρωμένη και πολυδιάστατη, μια γυναίκα που αμήχανα, αλλά συνειδητά διεκδικεί το δικαίωμά της στο όνειρο. Και μπορεί τελικά το ανοιχτό φινάλε να της στερεί το happy end στο οποίο τόσο σθεναρά πιστεύει (αυτό επαφίεται στον ρομαντισμό του κάθε θεατή), προχωρά, ωστόσο, αγέρωχη, ακόμα κι όταν πέσουν οι τίτλοι τέλους. Μια Κυρία. Καθόλου από τύχη.