Η Ρόζι κι ο Αλεξ είναι αδελφικοί φίλοι από τα 5 τους χρόνια, τα κάνουν όλα μαζί κι υπάρχουν ο ένας για τον άλλον. Η ερωτική έλξη που προκύπτει αυτονόητα δε βρίσκει ποτέ το σωστό timing για να εκδηλωθεί. Οταν ο Αλεξ μετακομίζει από το Δουβλίνο στη Βοστόνη για σπουδές κι η Ρόζι μένει πίσω, εξαιτίας μιας τυχαίας εγκυμοσύνης (και κρατά το παιδί γιατί είναι Καθολική, παρότι είναι 18 χρόνων, αλλά αυτό δεν αποτελεί ζήτημα στην ταινία κι όλοι είναι ευχαριστημένοι), οι δυο τους θα χρειαστεί να δοκιμάσουν αν η σχέση τους μπορεί να επιβιώσει από απόσταση και μέσα από τις καινούριες καταστάσεις της ενήλικης ζωής τους κι αν θα μπορέσουν ποτέ να πουν ο ένας στον άλλον πώς πραγματικά νιώθει.

Τόσο συντηρητική είναι αυτή η νεανική κομεντί, βασισμένη στο μυθιστόρημα της Σεσίλια Εϊχερν με τον ενδεικτικό τίτλο «Where Rainbows End», που κατά στιγμές νιώθεις ότι βλέπεις ταινία εποχής, ή για την ακρίβεια τη Χιονάτη με… τη Λίλι Κόλινς. Το πρώτο χτύπημα έρχεται όταν η τελειόφοιτη Ρόζι, στο πάρτι αποφοίτησης, κάνει για πρώτη (φυσικά) φορά σεξ με τον ωραίο του σχολείου και μένει έγκυος. Κι εκεί που περιμένεις ότι αυτό θ’ αποτελέσει κάποιο κλειδί στην ιστορία, όχι, η Καθολική κοπελίτσα κρατά το μωράκι (που γίνεται βέβαια αξιολάτρευτο κουκλί), διαγράφει όλα της τα όνειρα για σπουδές και καριέρα, γίνεται καμαριέρα κι όλα καλά. Μάλιστα, η Ρόζι αποτελεί και τον μοναδικό «θετικό» γυναικείο χαρακτήρα στην ταινία, μια και όλες οι άλλες κοπέλες, που πέφτουν σαν τρελές στην αγκαλιά του όμορφου και ντεμπονέρ Αλεξ, είναι ξανθιές bimbos, είτε χαζές, είτε κακές. Χαζός είναι και ο πατέρας του μωρού της Ρόζι, με τον οποίον όμως θα κάνει μια φιλότιμη προσπάθεια να ζήσουν ως οικογένεια.

Με αυτήν την κεντρική ιδέα στην καρδιά της, η ταινία εκτυλίσσεται με τέτοια αφέλεια κι έλλειψη όποιου κυνισμού, ή έστω χιούμορ, σα να είναι γραμμένη σε κοριτσίστικο ημερολόγιο των γιαγιάδων μας, μέχρι και το αποθεωτικό φινάλε που κρατά κάτι από Τζορτζέτ Χέιερ ή και «Κόρη του Μιστράλ». Ο Γερμανός σκηνοθέτης Κρίστιαν Ντίτερ, με καριέρα ως τώρα σε μετριότατες γερμανικές παιδικές ταινίες, χρησιμοποιεί ομολογουμένως φωτογενέστατα ντεκόρ, μεταξύ γραφικής Ιρλανδίας και κοσμοπολίτικης Αμερικής κι επενδύει σε μια δεκάδα ποπ άνθεμς που βρίσκουν τον θεατή να σιγοτραγουδάει στη θέση του και σ’ ένα όμορφο και φρέσκο πρωταγωνιστικό δίδυμο. Αλλά αυτή είναι και η μόνη φρεσκάδα της ταινίας, που μοιάζει βγαλμένη από το χρονοντούλαπο της αντιφεμινιστικής ιστορίας, κωρίς καν να έχει πλάκα.