Εάν ο Στίβεν Σόντερμπεργκ χρειάστηκε τέσσερα χρόνια, από το «Side Effects» και το «Behind the Candelabra», όταν αποσύρθηκε από το σινεμά, ως σήμερα, για να ξαναβρεί τη χαμένη του έμπνευση, η αναμονή άξιζε και με το παραπάνω. Το «Logan Lucky» είναι ακριβώς η γεμάτη σιγουριά και στιλ, διασκεδαστική, έξυπνη και πολιτική, ταινία είδους με ανατροπές στο σενάριο και στην κατασκευή της, που περιμένει κανείς από έναν από τους σπουδαιότερους, ας το πούμε, Αμερικανούς δημιουργούς της εποχής μας.
Η ταινία είναι ένα heist movie, είδος στο οποίο ο Σόντερμπεργκ έχει εξασκηθεί τουλάχιστον άλλες τρεις φορές, με τα «Ocean's 11, 12, 13», μόνο που εδώ διαβάζει το είδος από την ανάποδη, τόσο στη σημασία που (δεν) δίνει στην επιτυχία τής ληστείας, όσο και στο πόσο μαγγιώροι (δεν) είναι οι ληστές του. Οι ήρωες της ταινίας είναι οι γκαντέμηδες Λόγκαν και η παλιοπαρέα τους. Ο Τζίμι Λόγκαν (Τσάνινγκ Τέιτουμ), είναι χειριστής βαρέων μηχανημάτων σε εργοτάξια, αλλά βρίσκεται άνεργος χάρη στο κουτσό του πόδι: είναι χωρισμένος κι έχει μια μικρή κόρη, που ετοιμάζεται για τα τοπικά καλλιστεία, αλλά έχει χάσει την επιμέλειά της στο διαζύγιο. Ο αδελφός του είναι ο Κλάιντ (Ανταμ Ντράιβερ), μονόχειρας μπάρμαν που έχει χάσει το χέρι του σε μια από τις δυο αποστολές του στο Ιράκ. Οι δυο τους ζουν στη Δυτική Βιρτζίνια κι έχουν την ιδέα να κλέψουν την μπάζα της Nascar από τους αγώνες ταχύτητας Coca-Cola 600 στη διπλανή πολιτεία, στη Σάρλοτ της Βόρειας Καρολίνας, τα χρήματα που συγκεντρώνονται μέσω ενός πολύπλοκου δικτύου σωληνώσεων, στα έγκατα της γης κάτω από το στάδιο. Για να τα καταφέρουν, θα ζητήσουν τη βοήθεια ενός φυλακισμένου ειδήμονα στις ανατινάξεις χρηματοκιβωτίων, με το ταιριαστό όνομα Τζο Μπανγκ (ο Ντάνιελ Κρεγκ στον πιο πλούσιο και διασκεδαστικό ρόλο της καριέρας του), αλλά και της αδελφής των Λόγκαν, των δυο αδελφών του Τζο, της ευρύτερης οικογένειας μιας μικρής κοινότητας losers που ζει, πίσω από πραγματικά ή νοητά κάγκελα, στα σύνορα του γοητευτικού Νότου και της μεσοδυτικής Βιρτζίνια της παρακμής και της αποτυχίας.
Take me home, country roads, το τραγούδι του Τζον Ντένβερ γίνεται το έμβλημα και η γεύση της ταινίας, γραμμένο ωστόσο, όπως εξηγεί ο Τζίμι, από τον Μπιλ Ντάνοφ προτού καν γνωρίσει τη Δυτική Βιρτζίνια που εξαίρει στους στίχους του: ένας «σχεδόν παράδεισος», φτιαγμένος από αφανείς ήρωες και διακλαδωτούς δρόμους. Αυτό είναι το «Ocean's...» της βαθιάς Αμερικής και το στιλ δεν βρίσκεται στους ήρωες, τα ρούχα και την πόζα τους, αντίθετα, εκείνοι είναι ο ένας πιο κατεστραμμένος από τον άλλον, ακόμα και σωματικά ακρωτηριασμένος για να μην χαθεί το μήνυμα. Βρίσκεται, όμως, στην αριστουργηματική αισθητική της ηλιόλουστης βεράντας της απραγίας, στη σκηνοθεσία και στη σκονισμένη φωτογραφία του ίδιου του Σόντερμπεργκ ως Πίτερ Αντριους.
Μπορεί, λοιπόν, αυτό να είναι ένα (πανέξυπνα αστείο) heist movie, αφού έτσι το θέλει η πλοκή του, αλλά το τελευταίο πράγμα που ενδιαφέρει τον Σόντερμπεργκ και την πρωτοεμφανιζόμενη σεναριογράφο Ρεμπέκα Μπλαντ, είναι η ταχύτητα κι η αγωνία. Η ταινία παίρνει το χρόνο της για να κάνει πλάκα, να αυτοσαρκαστεί και να κοροϊδέψει, να σχολιάσει τα πάντα, από «όλα τα τουίτερς» ως το «Game of Thrones» και να κοιτάξει στα μάτια, με κατανόηση και σεβασμό, την καρδιά της Αμερικής, των γρήγορων αυτοκινήτων, των χωρίς νόημα πολέμων, των φρικτών καλλιστείων, εκεί όπου οι άντρες είναι άντρες και φορούν μπότες, οι γυναίκες είναι γυναίκες κι έχουν μεγάλα μαλλιά και το γουίσκι είναι γουίσκι, με αργή, μεστή απόσταξη, σαν αυτή της ταινίας.
Ο Σόντερμπεργκ δεν νοιάζεται να εντυπωσιάσει, το έχει άλλωστε πετύχει αυτό τόσες φορές στο παρελθόν, αλλά να χτίσει το δικό του ρυθμό, νωχελικό και ψύχραιμο, με ένταση εγκεφαλική, παρά στη δράση όσων συμβαίνουν. Ο αισθησιασμός του έχει, αυτή τη φορά, ένα στραβό χαμόγελο και παντελή έλλειψη αυταρέσκειας: τα πλάνα του έρχονται εναλλάξ, από πάνω, για την παντογνωσία του Αμερικανού, του Ενός κι από κάτω, γι' αυτή την ακαταμάχητη τραγικωμικότητα του κόσμου του.
Είναι, αυτή, μια περιπέτεια με την οποία ο θεατής θα γελάσει με την καρδιά του - και στην οποία συνεισφέρουν οι απίθανες αντρικές ερμηνείες, του Ντάνιελ Κρεγκ με το ξεβαμμένο μαλλί και τα παρανοϊκά τατουάζ, του Τσάνινγκ Τέιτουμ με την προθυμία να συγκεράσει τον Ρόμπερτ Μίτσαμ με τον τρελό του χωριού, του Ανταμ Ντράιβερ που δίνει νέο νόημα στον όρο «αργός», αλλά και των Ράιλι Κίο, Σεθ ΜακΦάρλαν, Κέιτι Χολμς και Χίλαρι Σουανκ σε πολύ μικρούς, αλλά τόσο χαριτωμένους ρόλους.
Αλλά, ταυτόχρονα και χωρίς ίχνος σοβαροφάνειας, το «Logan Lucky» είναι μια ταινία πολιτική, βγαλμένη από την απογοήτευση της Αμερικής με την ίδια της την εκλογή του Προέδρου Τραμπ («όταν κάνεις μια φορά λάθος, μαθαίνεις και δεν το ξανακάνεις, έτσι δεν είναι;»), από την απλή, παραδοσιακή ηθική της καλοσύνης και της γενναιοδωρίας, από την ευκολία με την οποία το αμερικανικό κράτος διαγράφει τους πολίτες του, σαν ένα πολυχρησιμοποιημένο τηλεφωνικό νούμερο, από το πώς ένας γκαντέμης (Λόγκαν ή ό,τι άλλο) σχεδόν νομιμοποιείται να ληστέψει την ίδια την κοιλιά της χώρας του, την ώρα που πάνω από το έδαφος ανταλλάσσονται εκατομμύρια δολάρια.
Αξιοποιώντας το γκροτέσκο με εγκράτεια, γεμίζοντας καλόκαρδο χιούμορ και αγάπη σε αφθονία, φροντίζοντας το στιλ του αλλά αποδεχόμενο τις ατέλειές του, αναδεικνύοντας ένα έξυπνο μυαλό κι ένα ικανό σκηνοθετικό χέρι, το «Logan Lucky» είναι μαζί απλό και πνευματώδες, είναι αυτό που θα ήθελε να γίνει το «Baby Driver» όταν μεγαλώσει, είναι ο Στίβεν Σόντερμπεργκ που βρήκε την έμπνευση και την ωριμότητά, χωρίς να χάσει το κέφι και την ελαφρότητά του.