Αμερική, αρχές δεκαετίας του '60. Ο εγγονός του ιδρυτή της Ford, ο Χένρι Φορντ ο 2ος, επιχειρεί ένα άνοιγμα στην ευρωπαϊκή αγορά. Μία προσπάθειά του να αγοράσει τη Ferrari οδηγεί σε προδοσία σε όφελος ανταγωνιστή του και τότε εκείνος ορκίζεται να τιμωρήσει τον Ενζο Φεράρι, κερδίζοντάς τον στο δικό του γήπεδο: τον διάσημο ετήσιο αγώνα 24 ωρών του Λε Μαν στη Γαλλία. Για να γίνει κάτι τέτοιο, φυσικά, η Ford δεν πρέπει απλώς να κατασκευάσει ένα υπερσύγχρονο αγωνιστικό αυτοκίνητο. Αλλά να εφεύρει και να κατέβει στους αγώνες με κάτι καλύτερο από τα δοκιμασμένα, με παράδοση χρόνων, τεχνολογικά άρτια, αγωνιστικά μοντέλα της Ferrari. Ολο αυτό είναι αδιανόητο. Μόνο ένας τρελός θα το επιχειρούσε. Στην περίπτωσή μας, δύο τρελοί. Ο Τεξανός Κάρολ Σέλμπι, πρώην οδηγός Formula 1 και νυν φιλόδοξος σχεδιαστής αυτοκινήτων κι ο Βρετανός μηχανικός και επαγγελματίας οδηγός Κεν Μάιλς - γνωστός τόσο για τον οξύθυμο χαρακτήρα του, όσο και για το πείσμα, το ένστικτο και το ασυναγώνιστο του ταλέντο στο τιμόνι. Μαζί, κατασκευάζουν το GT40, το μεγάλο στοίχημα της Ford, όμως τίποτα δεν έγινε απλά κι εύκολα. Η προετοιμασία, οι αποτυχίες, η επιμονή, το ρίσκο τεστάρουν τη βαθιά φιλία των δύο αντρών και συγκρούονται με το κυνικό πρόσωπο της αμερικανικής επχειρηματικότητας (τον Φορντ τζούνιορ δεν τον ενδιαφέρει το όραμα, αλλά η μπίζνα). Ολοι όμως καταλήγουν στον ίδιο κοινό προορισμό: το σημείο εκκίνησης του Le Mans 66, ενός αγώνα που έγραψε ιστορία.

Ο Τζέιμς Μάνγκολντ μοιάζει να έχει βάλει το ίδιο στοίχημα με τους ήρωες της ιστορίας του. Θέλει να κατασκευάσει κάτι καινούργιο, ή μάλλον κάτι που θα μας φανεί καινούργιο γιατί έχει εκλείψει εδώ και πολύ καιρό από το χολιγουντιανό σύστημα. Μία άρτια «μεσαία ταινία». Ενα δείγμα διασκεδαστκού, χορταστικού και τίμιου παραδοσιακού αμερικανικού σινεμά. Ούτε blockbuster, ούτε arthouse. Ούτε υπερήρωες, ούτε ήρωες του περιθωρίου. Ενα κομμάτι mainstream entertainment, με τη δράση να συναγωνίζεται σε υψηλές ταχύτητες τη δραματουργία και τις στιβαρές ερμηνείες των πρωταγωνιστών του, γκαζώνοντας το αποτέλεσμα σε κάτι πραγματικά απολαυστικό.

Η κατασκευή αυτού του κινηματογραφικού οχήματος ήταν από μόνη της ένα στοίχημα, αλλά βασιζόταν σε γερά ανταλλακτικά. Η ιστορία είναι αληθινή (αλλά όπως έχουμε μάθει, πικρά, στο παρελθόν αυτό δεν λέει και τίποτα) και την μετέφεραν στην μεγάλη οθόνη οι αδελφοί Τσεζ και Τζον-Χένρι Μπάτεργουορθ (Βραβείο ΤΟΝΥ φέτος για το «The Ferryman») μαζί με τον Τζέισον Κέλερ, έναν σεναριογράφο που ενδιαφέρεται κυρίως για την ανθρώπινη δυναμική των ιστοριών του, παρά για τη δράση. Αυτό κούμπωσε ιδανικά με το «πολυεργαλείο» Τζέιμς Μάνγκολντ - έναν σκηνοθέτη με φόρτε στην καθοδήγηση των ηθοποιών του ώστε να παράγουν οσκαρικές ερμηνείες (από τους Ριζ Γουίδερσπουν και Χοακίν Φίνιξ στο «Walk the Line», μέχρι την Αντζελίνα Τζολί στο «Girl, Interrupted»), αλλά και ταυτόχρονα μία σκηνοθετική ικανότητα να τις εντάσσει σ' ένα σου-κόβω-την-ανάσα υπερθέαμα («Logan»).

Τέλος, η επιλογή των ηθοποιών. Τόσο ο Ματ Ντέιμον, όσο κι ο Κρίστιαν Μπέιλ (ο καθένας με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο) έχουν το χάρισμα να είναι και σταρ και ηθοποιοί. Ο Μπέιλ φυσικά και κλέβει την παράσταση, ως το ταλαντούχο κωλόπαιδο που μέσα στα κουλουάρ θα επιδείξει μεγαλείο, αλλά έξω την αρένα η άκαμπτη ηθική και η τσαντίλα του τα τινάζουν όλα στον αέρα. Ο Ντέιμον όμως πετυχαίνει σε κάτι δυσκολότερο και πιο ψιθυριστό. Να εξανθρωπίσει τον διπλωμάτη της ομάδας - τον χρήσιμο άνθρωπο που θα δώσει όλες τις μάχες σε εταιρικά μίτινγκς κι αίθουσες συνεδριάσεων, για να μπορέσει ο φίλος του να δώσει το δικό του αγώνα στις αρένες. Μπορεί ο Μπέιλ να είναι γοητευτικός πατώντας γκάζια, όμως ο Ντέιμον βάζει βενζίνη στη δραματουργία.

Μία δραματουργία που, όχι, δεν αποφεύγει εντελώς τα κλισέ: οι «χαριτωμένοι» καυγάδες των δυο φίλων, οι μελό, γλυκερές ισορροπίες της σχέσης του ριψοκίνδυνου οδηγού με τη γυναίκα και το γιο του - όλα διανθίζονται με αρκετές υπερβολές και κάποιες ευκολίες. Ομως, το σασί του σεναρίου είναι δυνατό κι αντέχει, καθώς χαραγμένος πάνω του, ως ταυτότητα κι αριθμός πλαισίου, είναι ο (επιτυχημένος) ελληνικός τίτλος της ταινίας: κόντρα σε όλα. Η σύγκρουση του ονείρου με τον κυνισμό του αμερικανικού ονείρου, η ευγενής άμιλλα ενός οράματος απέναντι στην ψυχρή επιχειρηματική λογική, η προσωπική ηθική που συνήθως χάνει στο finish line από το ανίκητο σύστημα.

Οι Μπάτεργουορθ και Κέλερ δίνουν ένα σενάριο στο Μάνγκολντ για να το πάρει και να το τρέξει. Κι, ω, πόσο το τρέχει. Με συνοδηγό τον Φαίδωνα Παπαμιχαήλ στην καταιγιστική κινηματογράφηση και την ατμοσφαιρική διεύθυνση φωτογραφίας, ο Μάνγκολντ μάς κρατά στην άκρη της καρέκλας μας. Δράση, θέαμα, σπινιαρίσματα, ανατροπές κι ένα ρολόι που τρέχει - αλλά ξέρει πότε να σταματά τα εφετζίδικα κόλπα, για να ανεφοδιάσει την ιστορία του με ανθρώπινα καύσιμα. Κόντρα σε όλα όσα μάς δείχνει, χρόνια τώρα, το δειλό στουντιακό Χόλιγουντ.