Σαν παιδί, στο Βίλνο της ρωσοκρατούμενης Πολωνίας του 1920, ο Ρομέν Κατσέφ έμαθε βιολί, μυήθηκε στη ζωγραφική και καλλιέργησε την ικανότητά του στο γράψιμο. Σαν ενήλικας, μετά την εγκατάστασή του στη Νίκαια, υπήρξε πιλότος βομβαρδιστικού της γαλλικής πολεμικής αεροπορίας κατά τον Β’ Παγκόσμιο, γενικός πρόξενος της χώρας στο Λος Άντζελες, σύζυγος της δημοσιογράφου Λέσλι Μπλανς και της ηθοποιού Τζιν Σίμπεργκ διαδοχικά, και ένας από τους ονομαστούς Γάλλους συγγραφείς του 20ου αιώνα. Λογοτέχνης βραβευμένος όχι μόνο ως Ρομέν Γκαρί, αλλά και ως Εμίλ Αζάρ για αρκετά μυθιστορήματα που υπέγραψε με ψευδώνυμο, όπως ο ίδιος αποκάλυψε στο σημείωμα της αυτοκτονίας του το 1980, σε ηλικία 66 χρονών.

Που σημαίνει πως στάθηκε αντάξιος των προσδοκιών της δυνάστριας μητέρας του, της Ρωσοεβραίας Νινά, πρώην ηθοποιού και μετέπειτα καπελοποιού που αφιέρωσε τη ζωή της όλη στη σωστή ανατροφή του Ρομέν. «Θέλω να γίνεις διάσημος όσο ζεις» του έλεγε, και τον φανταζόταν διπλωμάτη, συγγραφέα, μέχρι και εθνικό ήρωα. Ο Ρομέν τα έκανε όλα αυτά –και κάτι παραπάνω. Όμως η Νινά και πάλι δεν έμοιαζε ικανοποιημένη, έτοιμη πάντα να του υποδείξει τον άθλο τον επόμενο, ακόμα κι αν αυτός ήταν να σχεδιάσει τη… δολοφονία του Χίτλερ!

Ο Ερίκ Μπαρμπιέ, γνωστός σε μας από το αστυνομικό θρίλερ «Το Φίδι», επιχειρεί να μελετήσει τούτη ακριβώς τη σχέση εξάρτησης μεταξύ μητέρας και γιού, που ήταν και ο θεματικός πυρήνας του ομότιτλου αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος του Γκαρί, εκδομένου το 1960 και διασκευασμένου για πρώτη φορά στην οθόνη μια δεκαετία μετά από τον Ζιλ Ντασέν (με τους Ασίφ Νταγιάν και Μελίνα Μερκούρη, τους οποίους διαδέχονται εδώ ο καλός Πιέρ Νινέ και η μάλλον αλαφιασμένη μέσα στη ρωσικής προφοράς γαλλικά της Σαρλότ Γκενσμπούρ). Παρότι «απλωμένη» σε πέντε χώρες και φέρουσα έναν επικό χαρακτήρα που θα μπορούσε να τη στέψει και «Γάλλο ασθενή», όλη η ταινία διαρθρώνεται γύρω από αυτό το ραπόρ ελέγχου και καταπίεσης. Η μαμά δε λείπει από καμία σχεδόν σεκάνς του φιλμικού βίου του Γκαρί, ενώ η ενίοτε φυσική της απουσία αναπληρώνεται κάλλιστα από τη φωνή της στο τηλέφωνο, τις αράδες της σε ένα γράμμα ή τη φασματική της παρέμβαση στις κατά μόνας δοκιμασίες του Γκαρί.

Αρκεί, όμως, η επιλογή μιας τέτοιας αφηγηματικής δομής να δικαιώσει το ψυχαναλυτικό πρίσμα που κρύβει ο πλούτος της παραγωγής; Νομίζουμε πως όχι, όταν το πρίσμα αυτό μένει αγκιστρωμένο στην παραθετική περιγραφή. Ο Μπαρμπιέ κάνει την εμμονή της Νινά δική του σκηνοθετική, με τον Ρομέν παρατημένο στη θέση του υποχείριου. Η μαμά παρατηρεί, υποδεικνύει και μαλώνει, ο γιος συμμορφώνεται και πράττει αναλόγως. Και η ταινία θυμίζει έναν άνισο αγώνα αντισφαίρισης χωρίς εκπλήξεις, στο έλεος ενός σεναρίου που ανακυκλώνει ανιαρά τις «μπαλιές» και δε γυρίζει να κοιτάξει τίποτε άλλο πέρα απ’ αυτές.

Στην πραγματικότητα, θα είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον να νιώθαμε την παρουσία της Νινά μονάχα στις εκάστοτε σχέσεις του Ρομέν, να δούμε πως αυτή η εξάρτηση τις προσδιόρισε. Ομως δεν είναι μόνο το οιδιπόδειο που μένει εκτός διάταξης εδώ, είναι και οτιδήποτε αφορά τις διαταραχές οριακής προσωπικότητας. Αποτέλεσμα, μια δυνάμει προκλητική σπουδή πάνω στο λεπτό όριο ανάμεσα στη νεύρωση και την ψύχωση να υποβιβάζεται στην ξερή, μέσα στη φωτογένεια και τον εξωτισμό της, παρατήρηση ενός πεισματικού καπρίτσιου που ταυτόχρονα πληρωνόταν και εξαργυρωνόταν ακριβά.