Στο «Μαργκερίτ», την αμέσως προηγούμενη ταινία του Γάλλου Ξαβιέ Τζιανολί, μια μεσήλικη βαρονέσα στο Παρίσι του ’20 περνά τον εαυτό της για σοπράνο, κι ας είναι εντελώς… παράφωνη. Η ίδια δεν «ακούει» τη φριχτή φωνή της, δεν έχει συνείδηση της ψευδαίσθησής της. Ζει μέσα στην υποκειμενική της αλήθεια, που όμως είναι αντικειμενικά ένα ψέμα, όπως αντιλαμβάνονται οι πάντες γύρω της, συμπεριλαμβανομένων και ημών των θεατών.

Στο «Οραμα», τη νέα ταινία του 47χρονου σεναριογράφου και σκηνοθέτη, μια 18χρονη ορφανή διατείνεται πως οραματίστηκε την Παρθένο Μαρία. Μόνο που εδώ, η υποκειμενική της αλήθεια γίνεται αντιληπτή ως αντικειμενική από χιλιάδες ανθρώπους. Πιστοί συρρέουν μαζικά στο χωριό της νοτιανατολικής Γαλλίας όπου η μικρή Ανά βίωσε το θαύμα. Αν η μουσική κακοφωνία είναι γεγονός αναμφισβήτητο, το θρησκευτικό όραμα συνιστά θέμα άποψης. Αλλωστε, η θρησκεία παραμένει το πεδίο τέλεσης της σφοδρότερης σύγκρουσης μεταξύ ορθολογισμού και μεταφυσικής.

Τούτη τη σύγκρουση, την πάντα πρόσφορη στο σινεμά του φανταστικού, περιγράφει το φιλμ, μέσα από την ιστορία πρωτίστως του εκπροσώπου του ορθολογισμού. Του μεσήλικα Ζακ, μαχητικού ρεπόρτερ μεγάλης γαλλικής εφημερίδας, που μόλις γύρισε από τη Συρία ημίκωφος και συντετριμμένος, έχοντας χάσει σε έκρηξη βόμβας τον κολλητό του φίλο και συνεργάτη. Ωσπου ένα τηλεφώνημα από το Βατικανό διακόπτει το βαρύ κατά μόνας πένθος του και τον στέλνει πρώτα στην απόρρητη αρχειοθήκη του κρατιδίου, και μετά στην αλπική επαρχία. Αποστολή του, να συμμετάσχει σε μια επιτροπή που ερευνά την εγκυρότητα του οράματος της Ανά.

Λοιπόν, να είναι κι αυτό το χρονικό ενός ψέματος, όπως ήταν το «Μαργκερίτ»; Η πορεία για την ανίχνευση της απάντησης έχει πολλαπλό ενδιαφέρον, έτσι που τεμαχίζει την αφήγηση σε κεφάλαια, συνεπώς μας καλεί να πάρουμε αποστάσεις ώστε να κοιτάξουμε το ζήτημα νηφάλια, έτσι που πάει να βυθιστεί στο ταραγμένο παρελθόν και τον πληγωμένο ψυχισμό της Ανά, της εγκλωβισμένης σε έναν περίκλειστο κόσμο παπάδων και παπατζήδων, έτσι που βάζει τον δίχως πίστη Ζακ να διχάζεται όλο και περισσότερο ανάμεσα στις ενδείξεις και το ανεξήγητο. Ακόμα, έτσι που ταυτίζει την έρευνα της καθολικής εκκλησίας με τους τρόπους και την ακρίβεια μιας αστυνομικής και σπείρει διαρκώς σπόρους σκεπτικισμού εντός των κόλπων της διατεταγμένης εξ’ αυτής ομάδας.

Ομως αυτά, μονάχα στο πρώτο μισό της μαραθώνιας διάρκειας των 2,5 σχεδόν ωρών, μέχρι να αρχίσει η πλοκή να εμβολιάζεται με αινιγματικά τρίτα πρόσωπα και συμπτώσεις από το πουθενά. Στο τέλος, όλα θα «δέσουν» όπως-όπως, σε έναν επίλογο πιο ουρανοκατέβατο κι από την Παρθένο την ίδια. Μια «ανατροπή» αστυνομική, επιπέδου ντιβιντοθρίλερ του συρμού, που μαζί της ανατρέπει κάθε άλλη πτυχή –ψυχιατρική ή μεταφυσική, κοινωνιολογική ή ακόμη και απλώς χαρακτηρολογική- της φιλμικής διερεύνησης, αναιρεί τη σοβαρότητα των προθέσεων και τη μεθοδικότητα της διατύπωσης του Τζιανολί, αδικεί και την ερμηνευτική αφοσίωση του βετεράνου Βενσάν Λιντόν («Ο Νόμος της Αγοράς») και, κυρίως, της νεαρής Γκαλατεά Μπελούτζι («Δυο Kαρδιές»). Πολύ κρίμα.