Κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής της Τσεχοσλοβακίας ο χειρουργός Δρ. Φράντιτσεκ Σβόμποντα, ένας Τσέχος πατριώτης, δολοφονεί τον άγριο «Δήμιο της Ευρώπης» Ράινχαρντ Χάιντριχ και τραυματίζεται κατά τη διάρκεια της επιχείρησης. Στην προσπάθειά του να διαφύγει λαμβάνει βοήθεια από έναν καθηγητή Ιστορίας, τον Στίβεν Νοβότνι, ο οποίος παρακολουθείται από τους Ναζί και την κόρη του Μάσς. Ως αντίποινα για τη δολοφονία ο Εμίλ Τσάκα, ένας ζυθοποιός βοηθαέι τις διαδικασίες για την εκτέλεση 400 πολιτών της Πράγας, συμπεριλαμβανομένου του καθηγητή Νοβότνι, αν δεν αποκαλυφθεί ο δολοφόνος. Μέσα από μία σύνθετη αλληλουχία γεγονότων, η Αντίσταση καταφέρνει να παγιδέψει και να υποδείξει τον Τσάκα ως τον δολοφόνο, αλλά όχι πριν οι Ναζί εκτελέσουν πολλούς ομήρους.

Περισσότερο γνωστό για το μόνο σενάριο που έγραψε για το Χόλιγουντ ο Μπέρτολτ Μπρεχτ τη διάρκεια της παραμονής του στην Αμερική, το «Και οι Δήμιοι Πεθαίνουν!» είναι ίσως η ταινία στην οποία αναγνωρίζεις λιγότερο από οποιανδήποτε άλλη τη σκηνοθετική ματιά του Φριτζ Λανγκ.

Δεν είναι μόνο η οικονομία που υπήρξε σήμα κατατεθέν του Λανγκ – το φιλμ διαρκεί περισσότερο από δύο ώρες, αλλά και μια διάχυτη αίσθηση διδακτισμού που είναι σαφές πως οφείλεται στον Μπρεχτ και το αντιναζιστικό πάθος του που μπορείς να το διακρίνεις στους μεγάλους μονολόγους που διακόπτουν συχνά τη δράση για να μιλήσουν υπέρ της... ελευθερίας.

Ετσι κι αλλιώς, το «Και οι Δήμιοι Πεθαίνουν!» υπήρξε ένα από το πιο γνωστά φιλμ προπαγάνδας που γυρίστηκαν αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, βασισμένο πάνω στην πραγματική ιστορία της δολοφονίας του φημολογούμενου ως διαδόχου του Χίτλερ, Ράινχαρντ Χάιντριχ, επιτρόπου της Γκεστάπο στην Τσεχοσλβακία, και περισσότερο γνωστού ως «Δήμιος της Πράγας», ο οποίος σκοτώθηκε από μέλη της τσεχοσλοβακικής αντίστασης κατά τη διάρκεια μιας προμελετημένης επιχείρησης.

Τα γεγονότα, ωστόσο, έχουν αλλάξει στην κινηματογραφική μεταφορά του γεγονότος (με το οποίο ασχολήθηκαν ακόμη τρεις ταινίες (το «Hitler's Madman» του Ντάγκλας Σερκ το 1943, το «Atentat» του Γίρι Σέκενς το 1964 και το «Operation Daybreak» του Λίουις Γκίλμπερτ το 1975), με τον Μπρεχτ και τον Λανγκ να ενδιαφέρονται περισσότερο για την επίδραση της δολοφονίας του Χάιντριχ στο απλό λάο της Τσεχοσλοβακίας και σε ένα υποτυπώδες μυστήριο που εξαπλώνεται καθώς οι Ναζί αναζητούν τον πραγματικό δολοφόνο.

Οσο κι αν αντιλαμβάνεσαι εύκολα το πόσο προσωπική υπήρξε αυτή η ταινία για τον Φριτζ Λανγκ (και τον Μπρεχτ, αλλά και τον Χανς Αϊσλερ που έγραψε τη μουσική της ταινίας και ήταν υποψήφιος για Οσκαρ, τρεις Γερμανούς στο Χόλιγουντ), δεν μπορείς παρά να εκπλαγείς με τον φλύαρο και ακαδημαϊκό τρόπο με τον οποίο σε όλο το πρώτο μέρος (τουλάχιστον μία ώρα και κάτι κινηματογραφικού χρόνου) ο Λανγκ προσπαθεί να χτίσει ένα σασπένς γλιστρώντας μέσα σε ένα φλύαρο σενάριο και καρικατούρες ηρώων - είτε είναι οι κακοί Ναζί, είτε οι αθώοι Τσέχοι - καταφέρνοντας μόνο να φορτώσει ακόμη περισσότερο την αφήγηση.

Μόνο μερικές εκλάμψεις στην ανά στιγμές εξπρεσιονιστική φωτογραφία και δυο – τρεις σκηνές μεγάλης σκηνοθετικής μαεστρίας (η ανάκριση της ηλικιωμένης γυναίκας στο αρχηγείο των Ναζί και η επίθεση της πρωταγωνίστριας από τον απλό κόσμο όταν ομολογεί ότι θέλει να πάει στην Γκεστάπο) θυμίζουν πως πίσω από αυτήν την ταινία κρύβεται ο σκηνοθέτης του «Μ» και το «Big Heat». Αυτός που ποτέ δεν είδε τους ήρωες του μονοδιάστατα και εικονογράφησε το κακό σαν κάτι που πρωτίστως βρίσκεται μέσα μας, έστω και σαν αμφιβολία.

Στα τελευταία περίπου σαράντα λεπτά του «Και οι Δήμιοι Πεθαίνουν», ο Λανγκ ωστόσο δείχνει να ανακτά το σκηνοθετικό του βάθος και πριν παραδώσει πάλι πνεύμα στο αμήχανο και βιαστικό φινάλε του, καταγράφει τον παραλογισμό του μίσους με τον πιο ευφυή τρόπο. Σαν έναν κύκλο βιαιότητας και ψέμματος μέσα στον οποίο έννοιες όπως ο «ηρωισμός» ή η «αντίσταση» χάνουν τη σημασία τους όταν μιλάμε για μια από τις πιο φρικτές περιόδους της σύγχρονης ιστορίας.

Ακόμη και μέσα στην ολοφάνερη πρόθεση της ταινίας να ενισχύσει τα αισθήματα της αντίστασης σε κάθε εποχή, ο Λανγκ – ως γνήσιος Ευρωπαίος μέσα στο Χόλιγουντ – διαλύει τις ψευδαισθήσεις της νίκης ακόμη και όταν υπηρετεί μια γνήσια προπαγάνδα.

Και κάπου εκεί, ακόμη και το καταδικασμένο από τις απλοϊκές διακηρύξεις σενάριο που αποδόθηκε χρόνια αργότερα στον Μπρεχτ αφού οι διαφωνίες του με τον Λανγκ οδήγησαν την παραγωγή στο να προσλάβει έναν Αμερικάνο (τον Τζον Γουέξλεϊ) ο οποίος και τελικά πήρε το credit, μοιάζει τελικά εν μέρει αποτελεσματικό τόσο ως μια κραυγή ενάντια στο φασισμό αλλά και ως ένα δοκίμιο πάνω στην ανθρώπινη αδυναμία.