Το 2006, ο λογοτεχνικός κόσμος είδε να αποκαλύπτεται ένα από τα πιο εξωφρενικά σκάνδαλα των τελευταίων δεκαετιών, όταν ήρθε στο φως η πραγματική ταυτότητα του νεαρού συγγραφέα JT Leroy. Με τρία βιβλία στο ενεργητικό του, ο Leroy χαιρετίστηκε από τον Τύπο, πολλούς κριτικούς, αλλά και διασημότητες όπως η Madonna και ο Bono, ως παιδί-θαύμα, για το ωμό ύφος και τα θαρραλέα αυτοβιογραφικά στοιχεία που περιέγραφαν την τραυματική παιδική του ηλικία και τη σχέση του με μια μητέρα που τον εξέθεσε στον τρόμο της σεξουαλικής κακοποίησης, της πορνείας και των ναρκωτικών, ενώ ένα από αυτά έγινε ακόμα και ταινία (το «The Heart Is Deceitful Above All Things» της Εϊζια Αρτζέντο) η οποία έφτασε μέχρι το Φεστιβάλ Καννών.

Μόνο που, όπως αποκαλύφθηκε, ο JT Leroy δεν ήταν πραγματικό πρόσωπο αλλά το λογοτεχνικό alter ego (ή avatar όπως προτιμούσε να το αποκαλεί η ίδια) της 40χρονης συγγραφέα Λόρα Αλμπερτ, η οποία όχι απλώς τον παρίστανε σε τηλεφωνικές και διαδικτυακές συνομιλίες αλλά όταν δεν μπορούσε να συντηρήσει άλλο τον μύθο του απομονωμένου καλλιτέχνη, αποφάσισε να «αναθέσει» τον ρόλο του ανδρόγυνου κι απροσάρμοστου JT στην κουνιάδα της, Σαβάνα Νουπ, προκειμένου να μπορεί να πραγματοποιεί δημόσιες εμφανίσεις, σε φωτογραφίσεις, παρουσιάσεις και άλλες εκδηλώσεις. Ακόμα πιο σοκαριστικό είναι το γεγονός ότι οι δύο γυναίκες κατάφεραν να διατηρήσουν την πλεκτάνη αυτή για έξι ολόκληρα χρόνια, πριν ο σύντροφος της πρώτης και αδελφός της δεύτερης αποκαλύψει όλες τις λεπτομέρειες, επιβεβαιώνοντας φήμες που ήδη είχαν αρχίζει να οργιάζουν σχετικά με την ταυτότητα του αμφιλεγόμενου συγγραφέα.

Βγαλμένη από την πιο τρελή φαντασία, η αλλόκοτη αυτή ιστορία μοιάζει πραγματικά με θεόσταλτο δώρο για κάθε σεναριογράφο, και το περίεργο είναι το πώς καθυστέρησε τόσο να φτάσει στις οθόνες μας. Μόνο που το βασικό πρόβλημα του σκηνοθέτη Τζάστιν Κέλι (ο οποίος υπογράφει και το σενάριο μαζί με την ίδια τη Νουπ, βασισμένο στα απομνημονεύματά της, «Girl Boy Girl: How I Became JT LeRoy») είναι ακριβώς το γεγονός ότι επαφίεται υπερβολικά στην ίδια την εκκεντρικότητα της ιστορίας δίχως να καταβάλει κάποια προσπάθεια να δώσει στην ταινία του μια αυθύπαρκτη καλλιτεχνική υπόσταση ή να αναδείξει τα δεκάδες ζητήματα που κρύβονται πίσω από το υλικό των πρωτοσέλιδων.

Πού σταματάει η αλήθεια και πού ξεκινάει το ψέμα; Πόσο απέχει η μυθοπλασία από την αληθινή ζωή; Και πόσο πρόθυμοι είμαστε να αποδεχτούμε την πιο εξόφθαλμη απάτη ως πιο γοητευτική από την πραγματικότητα. Οπως λέει κάποια στιγμή ο χαρακτήρας της Αλμπερτ στην ταινία, όσο πιο ακραίο είναι το ψέμα που παρουσιάζεις τόσο πιο απίθανο είναι να στο αμφισβητήσουν. Για μια γυναίκα, όμως, που αποφάσισε να υιοθετήσει μια ξένη (και κυρίως, ανδρική) ταυτότητα, προκειμένου να μπορέσει να εκφράσει επιτέλους το δικό της χρονικό κακοποίησης, τα πράγματα είναι πολύ πιο περίπλοκα. Το υλικό είναι παραπάνω από πρόσφορο για μια πολυεπίπεδη εξερεύνηση των ρόλων που όλοι αναγκαζόμαστε ή επιλέγουμε να υποδυθούμε, για τη ρευστότητα του φύλου και την απεγνωσμένη αναζήτηση ταυτότητας – προσωπικής, σεξουαλικής, καλλιτεχνικής, και για το συχνά σουρεαλιστικό σκηνικό των media και της σοουμπίζ.

Δυστυχώς, όμως, τόσο αισθητικά όσο και αφηγηματικά, ο Κέλι μοιάζει ανίκανος να εισχωρήσει πίσω από τα προφανή, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της Λόρα Ντερν και της Κρίστεν Στιούαρτ να ανασύρουν τα σύνθετα κίνητρα των ηρωίδων τους. Αδυνατώντας να δώσει στην «Πιο Μεγάλη Απάτη» το εκρηκτικό ύφος που θα άρμοζε στα όσα κραυγαλέα εξιστορεί, ο Κέλι αρκείται στο να ξετυλίξει διεκπεραιωτικά αυτό που πιστεύει ότι ούτως ή άλλως είναι ένα συναρπαστικό χρονικό. Οσα κι αν καταλογίσει όμως κανείς στην Αλμπερτ και την Νουπ για τον τρόπο που επί χρόνια εξαπατούσαν τους πάντες, σίγουρα δεν μπορεί να τις κατηγορήσει ότι πρόσφεραν ποτέ κάτι τόσο μπανάλ όσο η κινηματογραφική αποτύπωση των ανορθόδοξων κατορθωμάτων τους.