Εν έτει 2011, οι Βρετανικές Μυστικές Υπηρεσίες βρίσκονται σε αδιέξοδο κι αναγκάζονται να αναθέσουν μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, την προστασία του ηγέτη της Κίνας από έναν αυτομολήσαντα της ΜΙ7 σε μια σύνοδο κορυφής, στον πιο αδέξιο μυστικό πράκτορά τους, τον Johnny English, ο οποίος έχει αποσυρθεί σε ένα βουδιστικό μοναστήρι.

Είναι σκληρό να συνειδητοποιείς πόσο αμείλικτος είναι ο χρόνος απέναντι σε κάποιες σταθερές αξίες, αν δεχθεί κανείς πως τόσο ο Ρόουαν Ατκινσον, όσο και οι παρωδίες των ταινιών του Τζέιμς Μποντ υπήρξαν στο παρελθόν σημεία αναφοράς στην μαζική διασκέδαση και - γιατί όχι; - συχνά ένοχες απολαύσεις στους κύκλους ακόμη και των πιο σκληροπυρηνικών σινεφίλ.

Ο «Johnny English» ωστόσο δεν κατάφερε ποτέ να κερδίσει πόντους καλτίλας (όπως, για παράδειγμα, κατάφερε ο «Austin Powers») και η διαπίστωση πως ο ομιλών Ατκινσον δεν είναι ο Ατκινσον που μπορείς να αγαπήσεις, στέρησε εξ αρχής από τον γιαλαντζί 007 κάθε δυνατότητα να έχει κάποιο σταθερό κινηματογραφικό μέλλον.

Επειδή, όμως, σε αυτή τη ζωή κανείς δεν σε ρωτάει ποιον ήρωα θα ήθελες να ξαναδείς στη μεγάλη οθόνη, ο «Johnny English» επιστρέφει, τεχνικά πιο άρτιος, αφηγηματικά πιο συγκροτημένος, κινηματογραφικά, όμως, πιο αδιάφορος από ποτέ για να επιβεβαιώσει πως το συγκεκριμένο franchise ξεπεράστηκε από τον χρόνο με τον ίδιο τρόπο που μοιάζει να έχει ξεπεραστεί και ο πρωταγωνιστής του.

Ναι, ο Ρόουαν Ατκινσον γέρασε και αυτό, ενώ τον κάνει απείρως πιο γοητευτικό σαν άντρα, του στερεί τη δυνατότητα να συμπεριφέρεται όπως πριν μια δεκαετία. Η μανιερίστικη κινησιολογία του με τις αστείρευτες αναφορές στους πρωτοπόρους του βωβού σινεμά μοιάζει ήδη με χιλιοειπωμένο αστείο και οι γκριμάτσες που άλλοτε (επί τηλεοπτικής κυριαρχίας του «Mr. Bean» και της «Μαύρης Οχιάς») έκαναν τους δυσκοίλιους βρετανούς να πέφτουν στο πάτωμα από τα γέλια, σήμερα θυμίζουν την Αλίκη Βουγιουκλάκη που έκανε νοστιμάδες αγνοώντας τα περασμένα – ήντα της.

Σε μια εποχή που ακόμη και ο ίδιος ο Τζέιμς Μποντ αυτοπαρωδεί τον εαυτό του (πετυχαίνοντας όχι μόνο αναβίωση αλλά και ένα πολλά υποσχόμενο μέλλον), οι αναφορές του δεύτερου «Johnny English» στο «Casino Royale», στο «Die Another Day» (βλ. το πρώην bond girl, Ρόζαμουντ Πάικ, στο ρόλο μιας αναλύτριας που διαβάζει...το σώμα) και στο «Moonraker» (η σκηνή στο τελεφερίκ), ανάμεσα σε άλλες, πέφτουν στο κενό, μαζί με κάθε προσπάθεια κωμικού timing που εξαντλείται σε γκάφες και καταχρηστικά αστεία που σε προκαλούν να χασκογελάσεις από ανία.

Είπαμε, ο χρόνος είναι αμείλικτος. Αλλά το ίδιο αμείλικτη είναι και η απεγνωσμένη προσπάθεια να μην γεράσεις επιλέγοντας τους λάθους τρόπους για να πείσεις πως είσαι ακόμη «εν δράσει», χαραμίζοντας ένα ανεξάντλητο ταλέντο σε παρωδίες του κακού σου εαυτού.

Δεν είναι τυχαίο πως οι πραγματικά μεγάλοι κωμικοί της ιστορίας αυτού του κόσμου αποσύρθηκαν νωρίς... Αν θέλετε, κύριε Ατκινσον, να συγκαταλέγεστε κάποτε ανάμεσα τους, η μόνη «επιστροφή» στην οποία θα έπρεπε να ενδώσετε είναι η σιωπή!