Ο Φελίπε είναι ένας οικονομικά ευκατάστατος επιχειρηματίας που ύστερα από ένα ατύχημα μένει τετραπληγικός και αναζητά βοηθό για να τον φροντίζει. Παρόλο που ο Φελίπε βλέπει αρκετούς υποψήφιους με τα απαραίτητα προσόντα για την δουλεία, αποφασίζει να προσλάβει τον Τίτο, που εργάζεται ως βοηθός κηπουρού. Ο Τίτο δεν έχει ούτε τα προσόντα ούτε τις προδιαγραφές για να φροντίζει τον Φελίπε, κάτι που γίνεται αμέσως αντιληπτό από τους ανθρώπους του περιβάλλοντος του Φελίπε, την Βερόνικα και την Υβόνη. Προσπαθούν να τον αποτρέψουν να προσλάβει τον Τιτο, αλλά αυτός εμμένει στην απόφαση του. Ο Τίτο είναι το μόνο άτομο που δεν του φέρεται με οίκτο. Παρά τις δυσκολίες, ο Τίτο ανταποκρίνεται στην αποστολή του και διαρκώς εκπλήσσει τον Φελίπε ενώ τον κάνει να χαμογελάσει ξανά. Σύντομα ο Τίτο βοηθάει τον Φελίπε να βρει ξανά νόημα στην ζωή, απολαμβάνοντας τις μικρές καθημερινές χαρές, κάτι που είχε από καιρό ξεχάσει.

Δεν έχει σημασία αν θεωρείς τους «Αθικτους» των Ολιβέ Νακάς και Ερίκ Τολεδάνο μια σπουδαία ταινία. Δεν είχε σημασία ούτε τότε, εν έτει 2012, όταν η ταινία – φαινόμενο ισοπέδωνε όχι μόνο τα γαλλικά ταμεία αλλά και κάθε αντίσταση από κάθε πιθανή ήπειρο, χώρα και πλευρά, ολοκληρώνοντας μια τεράστια επιτυχία που, ναι, εντάξει, είχε νόημα και ήταν και πολύ καλύτερη από το σωρό των γαλλικών (και όχι μόνο) κωμωδιών που προορίζονται για ένα πεινασμένο για feelgood σινεμά μαζικό κοινό.

Το ευφάνταστα #not μεταφρασμένο «Λατίνοι και Αθικτοι» που στα ισπανικά έρχεται με πρωτότυπο τίτλο το «Αχώριστοι» εξηγεί ήδη τα πάντα από την αρχή: αυτή εδώ η ταινία θα μιλάει ισπανικά, θα είναι πιο λατίνα στη ψυχή της αφού δεν εκτυλίσσεται στην Ισπανία αλλά στη Λατινική Αμερική και επίσης θα είναι ένα αυτούσιο ριμέικ των «Αθικτων» και γιατί όχι, αφού ήταν και τεράστια επιτυχία και έχουμε και εμείς σπουδαίους ηθοποιούς για να παίξουν το αχτύπητο πρωταγωνιστικό δίδυμο.

Κάπως έτσι ξεκινάει μια αναπαραγωγή των «Αθικτων» με τον Οσκαρ Μαρτίνεζ (είναι ο σπουδαίος ηθοποιός που κέρδισε το Βραβείο Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Βενετίας για τον «Επιφανή Πολίτη») φυσικά να είναι πολύ καλός στο ρόλο του Φρανσουά Κλιζέ και τον Ροντρίγκο Ντε Λα Σέρνα (αξέχαστος έτσι κι αλλιώς από τα «Ημερολόγια Μοτοσικλέτας» του Βάλτερ Σάλερς) να είναι λιγότερο καλός στο ρόλο που ο Ομαρ Σι μεγαλούργησε, κέρδισε το Σεζάρ και γενικά απογείωσε μια ταινία που τον χρειαζόταν περισσότερο απ’ όσο την χρειαζόταν ο ίδιος.

Και όταν μιλάμε για «αναπαραγωγή», εννοούμε αναπαραγωγή (χωρίς εισαγωγικά), αφού η υπόθεση είναι ακριβώς η ίδια, η κορύφωση της σχέσης των δύο ανδρών χωρίς καμία πρωτοτυπία και το όλο σχήμα κομμένο και ραμμένο στο να μιλάει για όλα όσα θέλει να «πει» με τον πιο εύσχημο - αλλά, προσοχή αυτό δεν σε κάνει απαραίτητα και σπουδαίο - τρόπο.

Οχι ότι κανείς θα αποθέωνε και τη φινέτσα ή τo «πίσω από τις γραμμές» του πρωτότυπου φιλμ, αλλά η αργεντίνικη εκδοχή του μοιάζει προχειροφτιαγμένη, μελοδραματικη και εύκολη στις σεναριακές εναλλαγές του από την κωμωδία στο δράμα και πάλι πίσω στην κωμωδία.

Με την άνεση μιας τελενοβέλας που σε κάνει να κλαις χωρίς να έχεις πραγματικά συγκινηθεί και να γελάς επειδή αυτή είναι η σκηνή που πρέπει να γελάσεις, μόνο μερικά από τα αφοπλιστικά χαμόγελα του Ντε Λα Σέρνα και οι λιγότερο «δείτε πως παίζω» σκηνές του Μαρτίνεζ ανεβάζουν το μέσο όρο. Φτάνοντας, ωστόσο, μέχρι εκείνο το σημείο όπου ανακαλύπτεις χωρίς καμία έκπληξη πως δεν ήθελες και κυρίως δεν ζήτησες ποτέ ένα ριμέικ μιας ταινίας που μοιάζει ήδη από το παρελθόν. Κι ας ετοιμάζεται, υποτίθεται, εδώ και καιρό και ένα... αμερικάνικο.