Αν στο ερώτημα τι δίνει νόημα στη ζωή, μία από τις πιθανές απαντήσεις είναι (και) η τέχνη, στο ερώτημα πότε η κινηματογραφική τέχνη έδωσε την πιο συγκλονιστική απάντηση για το αν υπάρχει νόημα στη ζωή, μία από τις πλέον σίγουρες απαντήσεις είναι «Ο Καταδικασμένος» του Ακίρα Κουροσάουα, ένα αδιαφιλονίκητο αριστούργημα του Ιάπωνα σκηνοθέτη (σε μια φιλμογραφία που βρίθει από τέτοια) και μια δημιουργία που, σε άμεσο διάλογο με τα έργα του Ντοστογιέφσκι, του Καμί και του Σαρτρ, αποτυπώνει όλη την υπαρξιακή αγωνία ενός ανθρώπου που όχι μόνο βρίσκεται αντιμέτωπος με τον επικείμενο θάνατό του, αλλά αναζητά εναγωνίως την απόδειξη ότι είχε αξία το γεγονός ότι έζησε.

Ikiru, άλλωστε, όπως είναι ο πρωτότυπος ιαπωνικός τίτλος, σημαίνει «να ζεις» και η ταινία προέκυψε από την προσπάθεια του Κουροσάουα να μετουσιώσει δημιουργικά τις σκέψεις που τον κατέκλυζαν για το θάνατό του και το πέρασμα στην ανυπαρξία. Για τον ήδη διάσημο παγκοσμίως λόγω της σαρωτικής επιτυχίας του «Ρασομόν» σκηνοθέτη, η ανάγκη γι’ αυτή την ιστορία ενδεχομένως να προέκυψε και από την αποτυχία του αμέσως προηγούμενου project του, της κινηματογραφικής μεταφοράς του «Ηλίθιου» του αγαπημένου του συγγραφέα Φίοντορ Ντοστογιέφσκι. Σε συνεργασία με τον σταθερό συνεργάτη του Σινόμπου Χασιμότο και για πρώτη φορά (από τις δώδεκα που ακολούθησαν) με τον Χιντέο Ογκούνι στη συγγραφή του σεναρίου, η τριάδα άντλησε έμπνευση από το διήγημα του Τολστόι «Ο Θάνατος του Ιβάν Ίλιτς», σε αντίθεση όμως με την πιστή διασκευή του Ηλίθιου, στον «Καταδικασμένο» ο Κουροσάουα χρησιμοποίησε μόνο το δραματουργικό μοτίβο του κεντρικού ήρωα που ψάχνει τρόπο να αντιμετωπίσει το τέλος της ζωής του. Το αποτέλεσμα ήταν μία από τις πιο επιτυχημένες εμπορικά ταινίες του, αλλά και το ακόμα και σήμερα το σημαντικότερο «σύγχρονο» έργο του.

Κεντρικός ήρωας στον «Καταδικασμένο» είναι ο κύριος (Κέντζι) Γουτανάμπε, ένας μεσήλικας δημοτικός υπάλληλος στο δημαρχείο του Τόκυο, υπεύθυνος του τμήματος δημοσίων σχέσεων, ο οποίος κλείνει τριάντα χρόνια υπηρεσίας σε μια θέση που δεν είναι τίποτε άλλο από ένα ασήμαντο γρανάζι ενός πολύπλοκου γραφειοκρατικού μηχανισμού, και αναλώνεται πίσω από μια στοίβα αιτήσεων, χαρτιών και σφραγίδων σε διεκπεραιωτικές αρμοδιότητες. Ο Γουτανάμπε είναι χήρος και ζει με το γιο και τη νύφη του, οι οποίοι νοιάζονται περισσότερο για την κληρονομία που θα τους αφήσει παρά για εκείνον, μια εξίσου ασήμαντη ζωή χωρίς ουσιαστική χαρά, μέχρι τη στιγμή που θα μάθει ότι έχει καρκίνο στο στομάχι κι ότι του απομένει το πολύ ένας χρόνος ζωής. Μπροστά σ’ αυτή την αποκάλυψη θα συνειδητοποιήσει ότι μέχρι τότε δε ζούσε και χωρίς να αποκαλύψει την κατάσταση της υγείας του θα προσπαθήσει απελπισμένα να ξανακερδίσει το χαμένο χρόνο, αρχικά με μια ακόρεστη μανία για νυχτερινές διασκεδάσεις με έναν εκκεντρικό συγγραφέα, στη συνέχεια ρουφώντας βαμπιρικά σχεδόν τα νιάτα και τη ζωή από μια νεαρή υφισταμένη του που θέλει να παραιτηθεί και, τέλος, αποφασίζοντας να υλοποιήσει ένα αίτημα που έχει πελαγώσει ανάμεσα στα διάφορα «αρμόδια» τμήματα του δήμου, των κατοίκων μιας φτωχογειτονιάς να μετατραπεί μια χωματερή με λιμνάζοντα νερά σε πάρκο για τα παιδιά της περιοχής.

Η ταινία θα μπορούσε να είναι άνετα ένα μελόδραμα για τις χαμένες ευκαιρίες και τα απωθημένα μιας ανικανοποίητης ζωής, μια απαρίθμηση της bucket list ενός ανθρώπου κοντά στο τέλος, ένα γλυκερό ηθικοπλαστικό μάθημα για την αξία της προσφοράς και το νόημα της ζωής στην αλληλεγγύη. Όχι όμως στα χέρια του Ακίρα Κουροσάουα. Γιατί ο Ιάπωνας σκηνοθέτης απογειώνει (ή κατακρημνίζει) αυτό το υλικό σε ύψη και βάθη, που παίρνουν τη μορφή μιας σπαρακτικής κραυγής αγωνίας στην αρχή κι εν συνεχεία, στο δεύτερο μέρος, όταν ο κεντρικός ήρωας έχει πλέον φύγει από τη ζωή, εξερευνούν το αποτύπωμά του στις ζωές των υπόλοιπων, σε μια πένθιμη ολονυχτία, τυπική στην ιαπωνική παράδοση, κατά την οποία οι συνεργάτες, οι συγγενείς του, οι κάτοικοι της περιοχής, αλλά και ο αστυφύλακας που τον βρήκε να αργοπεθαίνει στο πάρκο που με τόσο αγώνα δημιούργησε, θα προσπαθήσουν να αναζητήσουν τα αίτια της συμπεριφοράς του, να αποτιμήσουν την παρακαταθήκη του, να βρουν ένα υπόδειγμα συμπεριφοράς για τις δικές τους μίζερες ζωές, μα πάνω απ΄ όλα να συνθέσουν το αντιφατικό αφήγημα της ζωής του εκλιπόντα, αυτό που απομένει μετά τον (κάθε) θάνατο.

Κι έτσι, το πρώτο πλάνο της ακτινογραφίας του Γουατανάμπε, στο οποίο ο θεατής γνωρίζει για πρώτη φορά το εσωτερικό του σώματός του, αλλά όχι τον ίδιο ή την ψυχή του (πόσο μάλλον την ουσία του), γίνεται πολυεπίπεδα προφητικό, αφού δεν προοικονομεί μόνο την αρρώστια του, ούτε συμβολίζει απλώς μια μεταπολεμική ιαπωνική κοινωνία που καρκινοβατεί μέσα σε μια αποτελματωμένη γραφειοκρατία, αλλά απεικονίζει και την ίδια τη ζωή ως κάτι που είναι (ή πρέπει να είναι) κάτι παραπάνω από μια απλή βιολογική συνθήκη ή από το κουρασμένο πρόσωπο του κεντρικού ήρωα που εμφανίζεται στην αμέσως επόμενη σκηνή, χωρίς να γνωρίζει την αντίστροφή μέτρηση που συντελείται εντός του. Για να ξυπνήσει βίαια από αυτό τον υπαρξιακό λήθαργο ο κυριος Γουατανάμπε θα πρέπει να έρθει αντιμέτωπος με την απολυτότητα του επικείμενου τέλους και τότε το βλέμμα του και η καμπουριασμένη του μορφή θα προσπαθήσουν να πάρουν ζωή μέσα από μια υποδειγματική πλανοθεσία που σταδιακά οδηγεί τον κεντρικό ήρωα από ανερμάτιστο θεατή της ίδιας του της ζωης σε ένα αυτόβουλο και αυτοδύναμο υποκείμενο που γιορτάζει τα δεύτερα και πιο ουσιαστικά του γενέθλια (στην πιο συγκλονιστική σκηνή της ταινίας) εκείνα που του αποκαλύπτουν αυτό που ξόδευε σε υποχωρήσεις και μάταιες διασκεδάσεις.

Το ερώτημα, όμως, παραμένει. Υπάρχει νόημα σε όλο αυτό; Σαν ένα κινηματογραφικό Ρόρσαχ, στο οποίο ο καθένας μπορεί να δώσει τη δική του απάντηση, η οποία όμως δε θα είναι παρά η δική του ερμηνεία, το δεύτερο μέρος δεν δίνει εύκολες λύσεις. Ακόμα και την επικήδεια νύχτα του κυρίου Γουατανάμπε τα κίνητρά του αμφισβητούνται. Η αξία του αναγνωρίζεται από κάποιους και ο γιος του μετανιώνει για τον πατέρα που δεν γνώρισε ουσιαστικά ποτέ, τι απομένει όμως από εκείνον και τη ζωή του; Το πάρκο είναι εκεί, τα παιδιά μπορούν να παίζουν αγνοώντας τον άγνωστο σε αυτά ευεργέτη τους, το όνομα του Γουατανάμπε, όμως, αναπόφευκτα θα σβήσει και στην υπηρεσία του το παράδειγμά του θα έχει σύντομα ξεχαστεί. Ίσως, όμως, όλα αυτά δεν έχουν καμία σημασία μπροστά στο κύκνειο άσμα του ίδιου του κεντρικού ήρωα, το τραγούδι που με την (από)γνωση ενός ετοιμοθάνατου ανθρώπου ο κύριος Γουτανάμπε θα τραγουδήσει αιωρούμενος στην κούνια του πάρκου που ο ίδιος δημιούργησε. Κι αυτή η πεπερασμένη στιγμή είναι ίσως η μόνη μορφή αθανασίας.