Ο Γιόργκ είναι υπάλληλος μιας τράπεζας, της Munich AVA Βank, και φθάνει στο ελληνικό νησί Παλλαδίκι - οι κατοικοί του φιλοδοξούν να γίνει το «Γκαλαπάκος της Ελλάδας» - για να ελέγξει κάποια δάνεια που δόθηκαν παλαιότερα στον δήμο του νησιού. Υποψιάζεται ότι ο ηλεκτρικός σταθμός και το νοσοκομείο που δόθηκαν ως εγγυήσεις δεν υπάρχουν καν. Φυσικά οι Ελληνες δεν είναι ανόητοι: Ο Γιόργκ συνοδεύεται συνεχώς από έναν πονηρό ελληνογερμανό, τον Πάνο, που φροντίζει ώστε οι έρευνες του Γερμανού να εμποδίζονται συνεχώς. Ετσι μία Οδύσσεια ξεκινάει για τον Γιόργκ ο οποίος είναι μόνος του απέναντι σε ένα ολόκληρο νησί. Ομως όσο οι μέρες περνούν και γνωρίζει τον τόπο και τους κατοίκους του, τόσο συνειδητοποιεί πόσο καθοριστικός θα είναι ο ρόλος του στο μέλλον αυτών των ανθρώπων και αναρωτιέται σε ποιον αξίζει περισσότερο να σωθεί: στην τράπεζα ή στο όμορφο ελληνικό νησί με τους εγκάρδιους κατοίκους;

Από μια άποψη το «Ραντεβού στην Ελλάδα» καταφέρνει αυτό που εδώ και (αρκετά) πλέον χρόνια δεν μπορεί να καταφέρει καμία δημόσια η ιδιωτική συζήτηση σχετικά με τη γνώμη των Ελλήνων για τη Γερμανία και την αντίστοιχη γνώμη των Γερμανών για την Ελλάδα.

Χωρίς να αποφεύγει σχεδόν κανένα από τα κλισέ που τρέφουν τις ελληνογερμανικές σχέσεις (με κυριότερη την αντίθεση ανάμεσα στην δυσπιστία των Γερμανών απέναντι στους Ελληνες και την πονηριά των Ελλήνων ως μοναδικό μέσο επιβίωσης), το φιλμ του Αρον Λέχμαν τρέφεται στην πραγματικότητα από αυτά τα κλισέ για να οικοδομήσει την κωμωδία του.

Αν τα καταφέρνει καλύτερα από πολλές «ελληνικές» κωμωδίες, είναι γιατί η ματιά του είναι κριτική απέναντι και στους μεν και τους δε, με σκοπό όμως όχι τη στεγνή σάτιρα ή τα «ανεκδοτολογικά» αστεία, αλλά την ανάδειξη της ανθρώπινης πλευράς που – ναι τόσο κλισέ, αλλά τόσο λειτουργικά – είναι ίδια απ’ όπου κι αν προέρχεσαι, απ’ όπου κι αν πηγαίνεις, όση κρίση κι αν έχεις, όση προκατάληψη κι αν σε συνοδεύει ως λαός και ως άνθρωπος.

Εδώ θα βρείτε όλες τις ευκολίες μιας ταινίας για την ελληνική κρίση, ιδωμένες μέσα από τα μάτια φιλικών προς τους Ελληνες Γερμανών, αλλά ευτυχώς όχι κάτω από μεγεθυντικό φακό μιας στεγνής φάρσας ή με διάθεση χοντροκομμένου χιούμορ. Οπως, όμως, θα βρείτε και μια ταινία που υπάρχει λόγω κρίσης, αλλά η κρυφή της επιθυμία είναι να μπορεί να την παρακολουθήσει κάποιος και μετά από χρόνια και να έχει και πάλι νόημα.

Ισως γι’ αυτό η καλύτερη περιγραφή για το «Ραντεβού στην Ελλάδα» δεν είναι η ιστορία ενός Γερμανού τραπεζίτη που φτάνει σε ένα ελληνικό νησί για να ελέγξει αν η τοπική κοινωνία έχει τηρήσει τους όρους του δανείου με το οποίο ζει, αλλά η ιστορία ενός μοναχικού ανθρώπου που φτάνει σε ένα αλλόκοτο για τις δικές του συνήθειες μέρος και ανακαλύπτει τον έρωτα, την οικογένεια, τη σημασία του να είσαι ζωντανός.

Ο τόνος της ταινίας του Λέχμαν κλίνει περισσότερο προς την κομεντί, εκεί δηλαδή όπου πίσω από τις κωμικές καταστάσεις κρύβεται ένας βαθύς ρομαντισμός και μια συγκίνηση. Αυτά τα κουβαλά από την αρχή μέχρι το τέλος ο εξαιρετικός Κριστόφ Μαρία Χερμπστ, αντίβαρο στους μάλλους υπερβολικά χάρτινους Ελληνες ηθοποιούς και στην (σε στιγμές άκαιρη) εξωστρέφεια του Αδάμ Μπουσδούκου, αλλά και στις χλιαρές και άνοστες κωμικές στιγμές που το μόνο που καταφέρνουν είναι να επιτείνουν την αίσθηση ότι πολλά από τα στοιχεία της ταινίας βρίσκονται εκεί απλά για να βρίσκονται.

Αν το «Ραντεβού στην Ελλάδα» δεν είναι μια ταινία που θα θυμάσαι ή τέλος πάντων που θα μπορούσε να γίνει σημείο αναφοράς στο πως θα έμοιαζε μια καλή εκδοχή μιας «κωμωδίας της κρίσης», είναι γιατί ποντάρει περισσότερο στο εύκολο συναίσθημα παρά σε ένα σενάριο που θα έπαιζε τολμηρά με τα κλισέ, προκειμένου να αναδειχθεί σε ένα σύγχρονο μύθο για το πώς οι άνθρωποι αγαπιούνται, κάνουν οικογένειες, σώζουν και σώζονται ακόμη κι αν δεν έχουν χρήματα, είναι αδιόρθωτοι και ακόμη και μετά από πολλά ισχυρά σοκ μοιάζουν να μην καταλαβαίνουν τίποτα.

Συνειδητά απλή, χάνει το μεγαλείο της πολυπλοκότητας των συναισθημάτων στα οποία είναι ολοφάνερο ότι θέλει να απευθυνθεί, καταλήγοντας πιο απλοϊκή και από το μηνυμά της προς ένα φινάλε που γνωρίζεις ήδη από την αρχή. Ενδιάμεσα έχει σκορπίσει απλά εφήμερα χαμόγελα. Και, ναι, για κάποιους αυτά είναι αρκετά.