Η Τρι, σπουδάστρια κολεγίου, ξυπνά σε κοιτώνα συμφοιτητή της μετά από νύχτα σκληρής μέθης, με το αλάρμ του κινητού να της υπενθυμίζει πως είναι η μέρα των γενεθλίων της. Χωρίς να θυμάται πολλά ούτε για τον οικοδεσπότη, ούτε για το ξεσάλωμα της προηγουμένης, ντύνεται και σπεύδει έξω. Διασχίζοντας τα δρομάκια της πανεπιστιμιούπολης συναντά διάφορους –έναν τύπο που την περιεργάζεται, μια ακτιβίστρια οικολόγο, έναν πρωτοετή που λιποθυμά σε άσκηση αντοχής, τον πρώην της- πριν καταλήξει στον δικό της κοιτώνα, όπου θα βρει τη συγκάτοικό της, που την περιμένει με γιορτινό κεκάκι. Στη διάρκεια της μέρας, θα συναντήσει ακόμα τον παντρεμένο καθηγητή με τον οποίο διατηρεί σχέση και τις φίλες της από την Αδελφότητα, μαζί με την επηρμένη αρχηγό της, ενώ το βράδυ τη βρίσκει να ετοιμάζεται για ένα φοιτητικό πάρτι και, καθώς πορεύεται προς τα εκεί περνώντας από ένα υπόγειο γεφυράκι, να… σφαγιάζεται από έναν μασκοφόρο δολοφόνο!

Τα παραπάνω, εισαγωγικά μονάχα στη δράση, θα επαναλαμβάνονται με ελαφρές ή βαριές παραλλαγές καθ’ όλη τη διάρκεια της νέας σύμπραξης των Τζέισον Μπλουμ-παραγωγού και Κρίστοφερ Λάντον-σκηνοθέτη, συνυπεύθυνων και για τις τρεις τελευταίες «Μεταφυσικές Δραστηριότητες». Θα επαναλαμβάνονται, γιατί η σεναριακή σύλληψη θέλει το μοτίβο της χρονικής λούπας της «Μέρας της Μαρμότας» δουλεμένο με τους όρους ενός νεανικού slasher αγωνίας. Και θα παραλλάσσονται, όσο η Τρι ξαναζεί την ίδια μέρα ξυπνώντας σώα κι αρτιμελής, και μέχρι να διαλευκάνει, χρησιμοποιώντας αυτό ακριβώς το μεταφυσικό αβαντάζ, ποιος και γιατί θέλει να την ξεφορτωθεί.

Είναι το ίδιο αβαντάζ που καταχρώνται ανεξέλεγκτα οι δημιουργοί του φιλμ. Ολικά απορροφημένοι στη σύμβαση της κατ’ επανάληψιν «ανάστασης» και με άλλοθι την παρωδία, κάνουν κυριολεκτικά ο, τι θέλουν με την ιστορία τους, η οποία εξελίσσεται, με όλο και χονδροειδέστερες αυθαιρεσίες, σε μια γαργαλιστική σάχλα ενηλικίωσης και διδακτισμών. Ο αναίμακτος χαβαλές ακυρώνει σχεδόν το κόνσεπτ: οι υπαρξιακές του παράμετροι δε θίγονται καν, το δε δυνάμει αυτοκριτικό σχόλιο για την πάγια ανακύκλωση των μοτίβων του είδους –του θρίλερ φρίκης- πέφτει στο κενό. Τελικά, ούτε καν έξυπνο και διασκεδαστικό καταφέρνει να γίνει το υβρίδιο, όπως ήταν πριν λίγα χρόνια η ανάλογης σύλληψης μελλοντολογική περιπέτεια «Στα Ορια του Αύριο» του Νταγκ Λάιμαν.