Αισθησιασμός, συμπλεγματικές σχέσεις και στιλ. Οι μεγάλες αγάπες του γαλλικού σινεμά και της γαλλικής διανόησης παγιδεύονται σε μια «Πισίνα», της οποίας η ομορφιά είναι η απλώς η μπροστινή όψη του εφιάλτη που κρύβει πίσω της. Κι όλ' αυτά, σ' ένα φιλμ που αποτελούσε, το 1969 κι αποτελεί σήμερα, αμετάβλητα, το απόγειο της... ποζεριάς.

Στο πρώτο πλάνο της ταινίας, λευκά περιστέρια κρέμονται από ένα κλαδί, ανάποδα, στην αντανάκλασή τους στο νερό. Είναι ήδη προφανές ότι τίποτα δεν θα πάει καλά σ' αυτό το ειδυλλιακό μέρος. Η Μαριάν και ο Ζαν-Πολ ζουν σε μια αυστηρή, λευκή, «κυβιστική» σαν τον πίνακα που στολίζει το σαλόνι της, βίλα στη Νότια Γαλλία. Είναι ερωτευμένοι, ποθούν ο ένας τον άλλον σαν τρελοί - και πώς όχι; Εκείνη είναι η Ρόμι Σνάιντερ κι εκείνος ο Αλέν Ντελόν, δυο από τους ομορφότερους ανθρώπους που υπήρξαν ποτέ, στην οθόνη ή στη ζωή.

Η ευαίσθητη ισορροπία της δυαδικότητάς τους θ' ανατραπεί σχεδόν αμέσως: ο Χάρι, πληθωρικός, suave, ο προηγούμενος εραστής της Μαριάν, θα έρθει επίσκεψη, φέρνοντας μαζί του ερωτικές διεκδικήσεις από το παρελθόν, αλλά και την ως τώρα απούσα, 18χρονη κόρη του, ιδανική λεία για το παιχνίδι του Ζαν-Πολ. Οι τέσσερις «παίκτες» θ' αρχίσουν ν' αλλάζουν ταυτότητες, γύρω από την πισίνα, «το πιο όμορφο πράγμα στο σπίτι», εκμεταλλευόμενος ο ένας τις αδυναμίες του άλλου, για να υπερβεί τις δικές του.

Η εικόνα είναι ως και γελοιωδώς σέξι. Το μπλε χρώμα αποκτά χαρακτήρα: από το νερό, εκεί όπου κρύβεις ή ξεπλένεις αμαρτίες, ως τα μάτια, διαπεραστικά, ηλεκτρισμένα και των τεσσάρων ηρώων - και ηθοποιών. Το πράσινο κάνει τακτικά την εκφραστική εμφάνισή του, μιλώντας για φθόνο, για ζήλια, για αμαρτία. Κόντρα στο χρυσό, του τέλεια μαυρισμένου στον ήλιο δέρματος. Κι είναι τόσο ζεστό το καλοκαίρι, που τα λόγια είναι λίγα κι όλα λέγονται με το βλέμμα.

Στην καρδιά του 1969 της σεξουαλικής απελευθέρωσης, η Γαλλία αναζητά την ασφάλειά της στην επίφαση: τίποτα δεν έχει ενδιαφέρον αν δεν υπάρχουν υπόγεια νήματα να κινούν την επιθυμία. Η «Πισίνα» δεν λέει, στ' αλήθεια, τίποτε το πρωτότυπο. Οι ήρωές της και τα πάθη τους είναι στερεότυπα, έστω κι αν, κάτω από τη μνημειώδη μουσική του Μισέλ Λεγκράν και τη σκηνοθεσία του Ντερέ που εφαρμόζει ως άσκηση την αυτοσυγκράτηση, η ταινία ξετυλίγεται σαν ένα ολοένα και πιο κλειστοφοβικό ψυχολογικό θρίλερ, κυβιστικό κι αυτό, με όλες τις αισθήσεις, τις σκέψεις και τις πράξεις να συνυπάρχουν ταυτόχρονα. Οι τέσσερις άνθρωποι που γύρω από την πισίνα θα συναντήσουν τη μοίρα τους, δεν πάσχουν από τίποτε άλλο παρά από... ennuie.

Η «Πισίνα» είναι μια ταινία που αγκαλιάζει το δήθεν της. Στιλιζαρισμένη όσο παίρνει και σέξι όσο ποτέ. Και με τον ίδιο τρόπο, όπως γεννήθηκε, επιβιώνει και σήμερα. Χάρη στην αρρενωπή γοητεία του Μορίς Ρονέ. Τη διστακτική σεξουαλικότητα της Τζέιν Μπέρκιν, μιας προ-χίπστερ νύμφης. Και πόσο πολύ, χάρη στη Ρόμι Σνάιντερ και τον Αλέν Ντελόν, τόσο σαγηνευτικούς και διαβολεμένα όμορφους που κοιτάζοντάς τους θέλεις να γελάσεις από τον παραλογισμό της τελειότητάς τους.

«Τόσα πολλά πράγματα άλλαξαν μέσα σε τόσο λίγο χρόνο,» θα πει ο Ζαν-Πολ στη Μαριάν. Τίποτε δεν άλλαξε μεταξύ τους, απλώς βγήκαν στην επιφάνεια καλά κρυμμένες αλήθειες. Τίποτε δεν άλλαξε και στην ταινία του Ντερέ: όπως το 1969, έτσι και τώρα, η ουσία της στέκεται στην επιφάνεια, αλλά η ομορφιά της είναι αβυσσαλέα.