Οι γυναίκες ενός απομονωμένου χωριού στο βουνό Aτλαντας του Μαρόκο αναγκάζονται να κουβαλούν καθημερινά νερό στο χωριό απ’ τις πηγές του βουνού. Μια μέρα, μετά από ένα τραγικό συμβάν αποφασίζουν ότι όλα τελειώνουν εδώ. Τέρμα οι αγκαλιές. Τέρμα το σεξ με τους συντρόφους τους. Απεργία από κάθε συζυγικό καθήκον μέχρι να δεχθούν οι άνδρες να φέρνουν εκείνοι το νερό στο χωριό.

Εχοντας βρει τη μαγική συνταγή που μεταμορφώνει το ψήγμα της ιδέας για μια «καλλιτεχνική ταινία» σε κάτι ακραία εμπορικό κι έχοντας μεταμορφωθεί στη Γαλλία, στο κινηματογραφικό συνώνυμο της κότας με τα χρυσά αυγά μετά την κολοσσιαία επιτυχία της προηγούμενης ταινίας του «Le Concert», ο γεννημένος στη Ρουμανία Ράντου Μιχαλεάνου είναι μάλλον από τους ανθρώπους που πιστεύουν πως «αν λειτουργεί, μην προσπαθήσεις να το διορθώσεις».

Ετσι η νέα του ταινία του, «Η Πηγή των Γυναικών», έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που θα περίμενες από μια ταινία που θέλει να μεγιστοποιήσει το κοινό της, αλλά και να χωρέσει την ίδια στιγμή στο πρόγραμμα ενός φεστιβάλ όπως αυτό των Καννών, στο διαγωνιστικό του οποίου βρέθηκε πέρσι.

Αψογα φωτογραφημένη, σε βαθμό καρτποσταλικής τελειότητας, κατορθώνει να αφαιρεί την όποια σκληρότητα της πραγματικότητας ενός χωριού που ζει σε κάθε άλλο παρά «γοητευτικές» συνθήκες και να κάνει τα πάντα, να δείχνουν σαν διαφημιστικό ταξιδιωτικού πακέτου στον «ανεξερεύνητο αραβικό κόσμο»: Κωμικές στιγμές που στα καλύτερά τους είναι χαριτωμένες και στα χειρότερα τους αγγίζουν τα όρια της ανεκδοτολογίας. Χορό και τραγούδι σαν best of φεστιβάλ έθνικ μουσικής. Συναίσθημα στα όρια του μελοδραματισμού. Πολιτικά, κοινωνικά, ανθρωπιστικά μηνύματα που ποτέ δεν πάνε πέρα από το προφανές.

Αυτή η ανάγνωση της Λυσιστράτης στον σύγχρονο αραβικό κόσμο, εν δυνάμει θα μπορούσε να περιέχει τον σπόρο για το ξεκίνημα μιας σοβαρής κουβέντας πάνω στην θέση των γυναικών στις μουσουλμανικές κοινωνίες, όμως ο Μιχαλεάνου, την χειρίζεται απλοϊκά και επιφανειακά, θέλοντας να διατηρήσει τον τόνο χαριτωμένο, ακόμη κι αν και η ουσία αυτών για τα οποία θέλει να μιλήσει δεν είναι στην ουσία καθόλου αστεία ή διασκεδαστική.

Τελικά το φιλμ του καταλήγει να ξύνει μόνο την επιφάνεια, με μια ιστορία που γρήγορα χάνει το ενδιαφέρον της και μια εικονογράφηση που πολύ συχνά φτάνει στα όρια του εύκολου φολκλόρ. Η τεράστια διάρκεια της κουράζει, το χλιαρό χιούμορ της δεν προσφέρει αρκετές διασκεδαστικές στιγμές, η αποσπασματική της αφήγηση μειώνει το ενδιαφέρον και η τουριστική ματιά της δεν βοηθά καθόλου στο να την πάρεις στα σοβαρά.