Πρωτοδημοσιευμένο το 1936 από τον Νεοϋορκέζο ταχυδρόμο και μετέπειτα εκδότη Βίκτορ Χιούγκο Γκριν, το «Πράσινο Βιβλίο», ή το «Πράσινο Βιβλίο του Νέγρου Αυτοκινητιστή» όπως ήταν ο πλήρης τίτλος του, υπήρξε η βίβλος του Μαύρου ταξιδιώτη στις ΗΠΑ για τριάντα χρόνια. Ενας ετήσια ανανεούμενος οδηγός ακριβείας για τα ξενοδοχεία, τα φαγάδικα, τα καταστήματα και τα βενζινάδικα στα οποία μπορούσε ανενόχλητος να σταθμεύσει ο έγχρωμος επαγγελματίας –καλλιτέχνες, αθλητές και πλασιέ κατά κανόνα- σε εποχές βάναυσου φυλετικού διαχωρισμού.

Μετά την ψήφιση του Νόμου περί Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων από το Κογκρέσο το 1964 και την απαγόρευση του διαχωρισμού σε δημόσιους χώρους, το Βιβλίο έχασε αναπόφευκτα την πρακτική του αξία, μέχρι που σταμάτησε οριστικά να εκδίδεται το 1966. Το 1962, όμως, όπου τοποθετείται η νέα δραμεντί του Πίτερ Φαρέλι, ο οδηγός ήταν ακόμη χρήσιμος. Ειδικά στους Μαύρους που σκόπευαν να περιοδεύσουν στον αναχρονιστικά εντροπικό αμερικανικό Νότο.

Ο Δόκτωρ Ντον Σέρλεϊ, περιζήτητος πιανίστας του κλασικού ρεπερτορίου και γόνος αριστοκρατικής τζαμαϊκανής οικογένειας, όχι απλά δεν ξέρει να οδηγεί, αλλά και χρειάζεται ως σοφέρ στην προσεχή τουρνέ του στην Λουιζιάνα κάποιον ικανό να τον προφυλάξει από δυσάρεστες καταστάσεις. Ο Τόνι Βαλελόνγκα, άνεργος οικογενειάρχης από το Μπρονξ, με πείρα πορτιέρη στη νεοϋορκέζικη νύχτα, σπεύδει για τη συνέντευξη. Τυπικός ρατσιστής, εκπλήσσεται δυσάρεστα με τη διαπίστωση πως ο δυνάμει μισθωτής του δεν είναι ούτε Λευκός, ούτε και «γιατρός». Κι ενώ αρνείται αρχικά τη δουλειά, που περιλαμβάνει και μικροθελήματα παντός τύπου, πείθεται στο άκουσμα της αμοιβής του.

Και το ταξίδι ξεκινά. Με τον σοφέρ χαλαρό, φλύαρο κι άξεστο μπροστά, τον μουσικό ευθυτενή και ακριβολόγο στο πίσω κάθισμα. Να εκπλήσσονται εναλλάξ με την άγνοιά τους για τον κόσμο του άλλου. Και να μαθαίνουν φυσικά. Ένα αταίριαστο ζευγάρι σε μια ταινία δρόμου. Ο οποίος όσο βαθύτερα οδηγεί στον Νότο, τόσο κοντύτερα φέρνει τους κινδύνους. Και μαζί τόσο δυνατότερη κάνει τη μεταξύ τους επικοινωνία.

Δεν υπάρχει τίποτα το απρόβλεπτο σε τούτη την πορεία, καμία συνάντηση, καμία απειλή, κανένας διδακτισμός που να μην εκπέμπεται πολύ πριν την κάθε στροφή. Προδιαγραμμένοι όλοι οι σταθμοί, σαν τον οδηγό του έντυπου κολαούζου. Κι όμως, η διαδρομή σε συνεπαίρνει αβίαστα. Είναι ο τρόπος που ψωμώνουν οι Βίγκο Μόρτενσεν και Μαχερσάλα Αλι τους στερεοτυπικούς ρόλους τους, με ερμηνείες που μετρούν με ακρίβεια τα τικ, τις χειρονομίες και τα βλέμματα και χαμηλώνουν καίρια τους τόνους εκεί που ο συναισθηματισμός δείχνει να πυκνώνει. Είναι όμως, την ίδια στιγμή, και το ψύχραιμο μέσα στην τρυφερότητά του βλέμμα του Πίτερ Φαρέλι, που δεν αφήνει στιγμή τη διάδραση των χαρακτήρων να ξεπέσει σε παιχνίδι εξουσίας: η ταξική και φυλετική εξίσωση ανάμεσα στον Τόνι και τον Ντον τελείται ανεπαίσθητα θαρρείς, χωρίς να έχει αλλοιωθεί καμία από τις ιδιαιτερότητες του ήθους τους.

Το πιο πιθανό είναι πως, προς χάριν ενός feel good θεάματος, πολλά από τούτο το αυθεντικό χρονικό έχουν εξυγιανθεί από τους σεναριογράφους, στους οποίους πρωτοστατεί ο ηθοποιός και παραγωγός Νικ Βαλαλόνγκα, ο γιος του εκλιπόντα από το 2013 Τόνι. Βέβαιο είναι ακόμη πως η ταινία δεν ήρθε να λύσει το διαχρονικό πρόβλημα του ρατσισμού - εξάλλου δεν πάει να το παίξει καταγγελία. Ξέρει τα όριά της, και μέσα σε αυτά παλεύει με αισιοδοξία να δείξει πως τέτοιες ιστορίες αναπάντεχης φιλίας οι εποχές τεταμένης μισαλλοδοξίας τις χρειάζονται πάντα.