Ο Στίβεν Γκέιγκαν είναι οσκαρικός σεναριογράφος, βραβευμένος για το «Traffic» του Στίβεν Σόντερμπεργκ, υποψήφιος για τη «Συριάνα» που σκηνοθέτησε ο ίδιος. Ωστόσο στο «Gold», το νέο του πόνημα που γράφει και σκηνοθετεί, είναι το σενάριο, εξαντλητικά βασισμένο σε voice overs, που κρατά πίσω, σε μια μακριά, άρρυθμη αφήγηση, μια ταινία με άφθονες δυνατότητες.

Η ταινία, εμπνευσμένη από πραγματική ιστορία (το σκάνδαλο της Bre-X Minerals Corporation που ξέσπασε το 1993), παρακολουθεί τον Κένι Γουελς, ένα σύγχρονο χρυσοθήρα στο Ρίνο της Νεβάδα του 1981, που αγκομαχά να συντηρήσει την εταιρεία που του άφησε ο πατέρας του. Ο Κένι έχει ένα – κυριολεκτικά – όνειρο, να βρει, μαζί με τον τολμηρό γεωλόγο Μάικλ Ακόστα, ένα τεράστιο κοίτασμα στη ζούγκλα της Ινδονησίας. Η φιλοδοξία τους θα τους φέρει, απροσδόκητα, μέσα στον κύκλο των πλουσίων και δυνατών της αμερικανικής οικονομίας του ’80 και σ’ ένα επίπεδο επιτυχίας και διάκρισης για το οποίο είναι ανέτοιμοι. Η τεράστια οικονομική ψαλίδα του '80, ο λεπτός κοινωνικός σχολιασμός του «παλαιού χρήματος» ενάντια στους νέους αυτοδημιούργητους πολυεκατομμυριούχους της αγοράς, το παραδοσιακό κυνήγι του αμερικανικού ονείρου με τη βεβαιότητα ότι όλα μπορούν να συμβούν, περνούν από την ταινία χωρίς ν' αφήσουν το αποτύπωμά τους.

Καθώς ξετυλίγεται σε δυο διαφορετικά voice overs, με παράλληλα flash backs και flash forwards, με μια δομή που φορτώνει χρονικά μια απλή ιστορία ανόδου και πτώσης, χωρίς βάθος και εντάσεις, το φιλμ πετυχαίνει ωστόσο να μεταφέρει την αίσθηση αυτής της χαρακτηριστικά αμερικανικής ιδιότητας, της διαρκούς αναγέννησης του φιλόδοξου οραματιστή από τις στάχτες του, σ’ ένα συνεχόμενο κύκλο επιτυχίας και καταστροφής μέσα στο καπιταλιστικό σχήμα. Αυτό το στοιχείο ο Γκέιγκαν το πνίγει στην πυκνή βλάστηση της Ινδονησίας, στα ασταμάτητα ποτήρια γουίσκι που αλλάζουν χέρια, σε μια πλοκή που από την αρχή υποψιάζεσαι πού θα καταλήξει και, πράγματι, επιβεβαιώνεσαι.

Μέσα σ' αυτό το όλο υποσχέσεις περιβάλλον, ο Μάθιου ΜακΚόναχεϊ είναι εκείνος που αληθινά δίνει στον ήρωά του και στην ταινία μια άλλη διάσταση - κι όχι μόνο για τα επιπλέον 25 κιλά που φαίνονται τακτικά στο γυμνό κορμί του με το ταλαιπωρημένο άσπρο μινέρβα, στη φαλάκρα και τα ψεύτικα στραβά δόντια του. Η ερμηνεία του είναι θυελλώδης, συναρπαστική, σωματική, στο μεταίχμιο της τρέλλας της επιτυχίας, της απόγνωσης του ανθρώπου που είναι έτοιμος να χάσει τα πάντα και της ευαισθησίας εκείνου που νιώθει ότι δεν ανήκει. Ως ένας πεισματικός, αυτοκαταστροφικός ονειροπόλος, συμπληρώνει στην ταινία τη φλόγα και την ενέργεια που της λείπει.