Τα best seller βιβλία της Τζέιν Χάρπερ δεν ήταν ποτέ (μόνο) ένα όχημα για τον ήρωά της, Ντετέκτιβ Ααρον Φαλκ να λύσει το whodunit μυστήριο και να πάρει τα εύσημα ως ο Αυστραλός Ηρακλής Πουαρό. Οι ιστορίες της πάντα είχαν μέσα τους ένα ταξικό πλαίσιο, μιλούσαν για την ίδια την ανθρώπινη φύση, αλλά κυρίως ήταν ένα ψυχογράφημα του ίδιου της του ήρωα, τον οποίο στοιχειώνει το περίπλοκο παρελθόν του.

Η κινηματογραφική μεταφορά του πρώτο βιβλίου αυτής της τριλογίας από τον Ρόμπερτ Κόνολι, με την «Ξηρασία», πίσω το 2021, μπορεί να μην ήταν σπουδαία ταινία αλλά κατάφερε να ενσωματώσει όλα εκείνα που έκαναν τα βιβλία της Χάρπερ τόσο αγαπητά στο κοινό της μέσα σε ένα βραδυφλεγές αλλά άκρως ενδιαφέρον δράμα με αρκετές δόσεις σασπένς και μυστηρίου, αν και μέχρι το φινάλε έχανε κάποια από την ορμή και τη δύναμή του.

Στο ίδιο περίπου πλαίσιο κινείται και η δεύτερη ταινία, η οποία με τη σειρά της αποτελεί την ακριβή κινηματογραφική μεταφορά του δεύτερου βιβλίου της Χάρπερ, στην οποία πέντε γυναίκες συμμετέχουν σε ένα καταφύγιο πεζοπορίας αλλά μόνο τέσσερις βγαίνουν από την άλλη πλευρά. Οι ομοσπονδιακοί πράκτορες Ααρον Φαλκ και Κάρμεν Κούπερ κατευθύνονται στα βουνά ελπίζοντας να βρουν την αγνοούμενη ακόμη ζωντανή.

Αυτή τη φορά η ανυδρία, η αφυδατωμένη γη και η απόλυτη ξηρασία της ηπείρου δίνει χώρο στην υγρασία, στο νερό και στο γεμάτο ζωή καταπράσινο δάσος πάνω στα βουνά της Βικτώριας της Αυστραλίας. Για άλλη μια φορά ο Κόνολι προσπαθεί να επικοινωνήσει τα πάντα μέσω της ατμόσφαιρας που πάει να χτίσει. Κι εδώ με την βοήθεια του διευθυντή φωτογραφίας του, Αντριου Κόμις, χρησιμοποιεί λήψεις με drone για να τονίσει το βαθύ σκούρο μπλε του υγρού στοιχείου με το πράσινο της υπαίθρου και να σε στιγμές πόσο εύκολα κάτι τόσο όμορφο και ειδυλλιακό μεταμορφώνεται σε ένα απόκοσμο, περίεργο, άγριο και εξωγήινο μέρος, δημιουργώντας περιστασιακά μερικά πλάνα που λες και η υγρασία σου κόβει στην κυριολεξία την ανάσα.

Αλλά, όπως στάζει η βροχή πάνω στα φύλλα, έτσι νιώθεις κι εσύ την πλοκή της ταινίας να προχωρά με ρυθμούς σταγονόμετρου. Υπάρχει για άλλη μια φορά ένα καζάνι που ο Κόνολι προσπαθεί να γεμίσει, αργά και σταθερά, με αποκαλύψεις, στοιχεία, δράματα και αρκετό μυστήριο χωρίς όμως να καταφέρνει, ως το φινάλε, να πάρει τη βράση που χρειάζεται και να κοχλάσει, επιλέγοντας πολλές φορές τον εύκολο δρόμο σεναριακά για κάποιες από τις πλοκές που προσπαθεί να ξετυλίξει.

Ακόμα και όταν, για άλλη μια φορά, προσπαθεί μέσω διαφόρων flashbacks είτε να δείξει περισσότερες πτυχές του χαρακτήρα του Φαλκ, εξετάζοντας τα τραύματα του παρελθόντος του (για άλλη μια φορά ο Ερικ Μπάνα δίνει μια μεστή και στιβαρή, γεμάτη εκφραστικότητα, ερμηνεία), είτε να μας δώσει στοιχεία για το τι έγινε εκείνες τις μοιραίες μέρες με την ομάδα των γυναικών, και να ενώσει το παρελθόν τους με το παρόν, μοιάζουν περισσότερο βεβιασμένα και κουραστικά από την προηγούμενη ταινία.

Και κάπως έτσι ο Κόνολι δείχνει να προσεγγίζει την ιστορία της «Αγριας Φύσης» μάλλον επιφανειακά, φοβούμενος ίσως να σκάψει λίγο πιο βαθιά για να βρει και να απελευθερώσει όλα εκείνα τα στοιχεία που δίνουν στην φύση αυτή (ανθρώπινη ή μη) τον δυναμισμό και την ομορφιά μέσα από την αγριότητά της.